άωρος

From LSJ
Revision as of 14:10, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source

Greek Monolingual

(I)
ἄωρος, -ον (Α) ώρα
1. ανώριμος, άγουρος
2. άκαιρος, παράκαιρος
3. δύσμορφος, αποκρουστικός.
(II)
ἄωρος, -ον (Α)
1. μετέωρος
2. (για πόδια ζώου) μπροστινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες. Χρησιμοποιήθηκε στην Οδύσσεια ως επίθετο του πόδες για τη Σκύλλα, που παρουσιάζεται ως τέρας με πολλά πόδια. Στα σχόλια συνδέεται η λ. με το αιωρώ και ερμηνεύεται άωροι
«κρεμαστοί», ενώ κατά τον Αρίσταρχο άωροι
«άκωλοι» (κωλή «μηρός, μπούτι»). Κατ' άλλους άωροι < α- στερ. + ιων. ὤρη ή ὥρη «μέρος από το ζώο που πρόκειται να θυσιαστεί», και συγκεκριμένα «γάμπα», σε αντίθεση προς το κωλή «μηρός». Τέλος στον Φιλήμονα τον κωμικό η λ. απαντά ως επίθ. του πόδες για τα μπροστινά πόδια, χρήση υστερογενής και κωμική].
(III)
ἄωρος, ο (Α)
ο ύπνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εάν τα άωρος και ώρος «ύπνος» θεωρηθούν παράλληλοι τύποι, τότε προέρχονται πιθ. από εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ()wōro- (πρβλ. και ()-wōrā > αρχ. ισλ. όrαr «σύγχυση») της ρίζας 2w-er- παράλληλα προς τη ρίζα 2w-es- (πρβλ. αόρ. άεσα του αέσκω), οπότε το α- του τ. άωρος θα είναι προθεματικό. Εξάλλου ίσως υπάρχει κάποια σχέση της λ. με το ρ. αωτώ «κοιμάμαι»].