αίθοψ

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source

Greek Monolingual

αἶθοψ (-οπος), ο, η (Α)
1. ο όμοιος με φωτιά, πυρώδης, πύρινος
2. (για μέταλλα) αστραφτερός, λαμπερός
3. (για κρασί) σπινθηροβόλος ή αφρώδης
4. (για καπνό) ο ανάμικτος με φλόγες
5. σκοτεινός, σκούρος
6. ορμητικός, βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴθω ή αἰθὸς + -οψ < ὄψ «όψη», άρα αἶθοψ = «αυτός που έχει πύρινη όψη, που μοιάζει με φωτιά» (πρβλ. και Αἰθ-ίοψ, oἶν-οψ, επίθ. της θάλασσας)
η λ. αἶθοψ απαντά συνήθως μόνο σε αιτιατ. και δοτ. ενικού].