αίθοψ
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
Greek Monolingual
αἶθοψ (-οπος), ο, η (Α)
1. ο όμοιος με φωτιά, πυρώδης, πύρινος
2. (για μέταλλα) αστραφτερός, λαμπερός
3. (για κρασί) σπινθηροβόλος ή αφρώδης
4. (για καπνό) ο ανάμικτος με φλόγες
5. σκοτεινός, σκούρος
6. ορμητικός, βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴθω ή αἰθὸς + -οψ < ὄψ «όψη», άρα αἶθοψ = «αυτός που έχει πύρινη όψη, που μοιάζει με φωτιά» (πρβλ. και Αἰθ-ίοψ, oἶν-οψ, επίθ. της θάλασσας)
η λ. αἶθοψ απαντά συνήθως μόνο σε αιτιατ. και δοτ. ενικού].