ἀμάραντος

Revision as of 15:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

[ᾰμᾰ], ον, (μαραίνω)

   A unfading, λειμών Luc.Dom.9: metaph., σοφία LXX Wi.6.12; κληρονομία 1 Ep.Pet.1.4, cf. CIG2942c (Tralles); πνεῦμα prob. in IPE2.286 (Panticapaeum): neut. pl. as Adv., Philostr.Im.1.9.    II Subst. ἀμάραντον, τό (but in Lat. amarantus), never-fading flower, IG14.607e (Carales), Poll.1.229; = ἑλίχρυσον, Dsc.4.57; = κενταύρειον μικρόν, Ps.-Dsc.3.7; = χρυσοκόμη. Id.4.55.

German (Pape)

[Seite 116] unverwelklich, N. T., daher eine nicht welkende Blume, Amarante.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάραντος: [ᾰμᾰ], ον, (μαραίνω) ὁ μὴ μαραινόμενος, μὴ φθειρόμενος, σοφία Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ϛ΄, 12): κληρονομία Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2942C, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκου 9, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀμ., ὁ, = ἄνθος οὐδέποτε μαραινόμενον, ἀμάραντος, Διοσκ. 4. 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 5759Ε, 3, Πολυδ. 1. 229.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne se flétrit pas;
2ἀμάραντος amarante ou immortelle, plantes.
Étymologie: ἀ, μαραίνω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inmarchitable λειμών Luc.Dom.9, ἄνθη Apoc.Petr.5.15.
2 fig. imperecedero, inmortal σοφία LXX Sap.6.12, κληρονομία 1Ep.Petr.1.4, ζωή Orac.Sib.8.411, τῆς ἁγνείας ἀ. ἐστι στέφανος Cyr.H.Catech.5.4, ἀγάπη Nil.M.79.216A, εὔκλεια Cyr.Al.M.73.552A.
3 fig. de pers. que no se equivoca, infalible ὁ γὰρ ταύτην (sc. τὴν ἀλήθειαν) ἔχων ... ἀγήρως ἐστὶ καὶ ἀ. Pall.V.Chrys.20 (M.47.77).
II subst. τὸ ἀμάραντον, ὁ ἀ. Artem.1.77, lat. amarantos Ps.Apul.Herb.104.8
1 perpetua, amaranto, siempreviva, amarilla, Helichrysum stoechas De Candolle GVI 2005.36 (Carales), Philostr.Im.1.9, Artem.1.77, Dsc.4.57, Clem.Al.Paed.2.8.73, Poll.1.229, Ps.Apul.Herb.104.8.
2 fig. inmortalidad τῆς ἐλπίδος Origenes M.17.20C.
3 amaranto oriental, Helichrysum orientale Ps.Dsc.4.55.
4 centaurea menor, Centaurium umbellatum Gilibert, Ps.Dsc.3.7.

• Etimología: De ἀ- < *- y μαραίνομαι q.u.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of μαραίνω; unfading, i.e. (by implication) perpetual: that fadeth not away.

English (Thayer)

(from μαραίνω; cf. ἀμίαντος, ἄφαντος, etc.), not fading away, unfading, perennial; Vulg. immarcescibilis: (hence, the name of the flower (Dioscorides (100 A.D.>?) 4,57, others); see ἀμαράντινος): ζωή ἀμάραντος Sibylline 8,411; Boeckh, Corp. Inscriptions ii., p. 1124, no. 2942c, 4; Lucian, Dom. c. 9).

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἀμάραντος, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που δεν μαραίνεται, δεν ξεραίνεται, ο θαλερός
2. άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος
3. αμάραντος, ο και αμάραντον, το
είδος φυτού, αλλ. καλοκοιμιθιά, ανθονοΐδα
(δημοτικό τραγούδι) «για ιδές τον τον αμάραντο σε τί γκρεμό φυτρώνει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + μαραίνω.
ΠΑΡ. αμαράντινος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμαραντοειδής, αμαραντόχρους].

Greek Monotonic

ἀμάραντος: [ᾰμᾰ], -ον (μαραίνω),
I.άφθαρτος, αειθαλής, αμάραντος, σε Καινή Διαθήκη
II. ως ουσ., ο Αμάραντος, ένα αμάραντο λουλούδι, σε Διόσκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμάραντος: (μᾰ) неувядающий, невянущий (λειμών Luc.: перен. κληρονομία NT).
II ὁ бот. амарант.