ἀμαθία
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
ἡ,
A ignorance, stupidity, Heraclit.95, 109, Hp.Art.67 (v.l. -είην), S.Fr.924, E.Ph.584, etc.; opp. δεξιότης, Th.3.37; ἀ. τινός Democr.83, X.Mem.4.2.22; περὶ τὰ μέγιστα Pl. Lg.688c. 2 boorishness, lack of culture, X.Ath.1.5, E.Cyc.173, Isoc.15.248. 3 wilful blindness, sin, IG4.951.39 (Epid.), cf. E. Ba.490. 4 discourtesy, Id.Med.224; perversity, Id.HF1254.
German (Pape)
[Seite 114] ἡ, Unwissenheit, Mangel an wissenschaftlicher u. geselliger Bildung, bei Thuc. 3, 37 von den Lacedämoniern, der δεξιότης der Athener entggstzt; oft Plat.; Isocr. 4, 47; Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμᾰθία: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ ἀμαθοῦς, ἄγνοια, βλακεία, Σοφ. Ἀποσπ. 663, Εὐρ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. πεζ. ἀμ. μετὰ σωφροσύνης, Θουκ. 3. 37· ἀμ. τινός, περί τι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 22, Πλάτ. Νόμ. 688C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 ignorance;
2 lourdeur d’intelligence ; ἀμαθίαν ὀφλήσομεν EUR nous serons taxés de sottise ; en parl. de pers. τοσαύτην ἀμαθίαν EUR une si grande déraison, càd un être si déraisonnable.
Étymologie: ἀμαθής.
Spanish (DGE)
(ἀμᾰθία) -ας, ἡ
1 ignorancia κρύπτειν ἀμαθίην κρέσσον ἢ ἐς τὸ μέσον φέρειν Heraclit.B 95, ὡς δυσπάλαιστόν ἐστιν ἀ. κακόν S.Fr.924, εἰ ... ἀμαθίαν κατῃτιῶντο Th.3.42, ἀ. τε μετὰ σωφροσύνης ὠφελιμώτερον ἢ δεξιότης μετὰ ἀκολασίας Th.3.37, cf. Pl.Prt.340e, Lg.689a, Arist.VV 1251a2, Luc.Vit.Auct.27, op. σοφία Dialex.5.7, E.Fr.200, Pl.Tht.170b, Hp.Ma.296a, X.Mem.4.2.22, op. ἐπιστήμη X.Mem.1.2.50, Ph.2.447, c. gen. o giro preposicional τῶν δημοτέων Hp.Art.67, ὧν εὖ πέπονθας Antisth.15, περὶ τὰ μέγιστα τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων Pl.Lg.688c, ἐς θάλασσαν Paus.8.50.7.
2 ignorancia como valor moral, causa de males en la moral racionalista ἴση γὰρ ἁμαρτία καὶ ἀ. μέμφεσθαί τε τὰ ἐπαινετὰ καὶ ἐπαινεῖν τὰ μωμητά Gorg.B 11.1, ἁμαρτίης αἰτίη ἡ ἀ. τοῦ κρέσσονος Democr.B 83, τῶν συμφορῶν τάς τε δι' ἀμαθίαν ... γιγνομένας διεῖλεν distinguió de entre las desgracias las producidas por ignorancia Isoc.4.47, ἀμαθίᾳ ... ἁμαρτάνουσιν D.C.55.18.2, τοῖς δι' ἀμαθίαν ἁμαρτάνουσιν Ph.1.292
•pecado por ignorancia, ignorancia impía ἀ. δυοῖν E.Ph.584, σὲ δ' ἀμαθίας γε κἀσεβοῦντ' ἐς τὸν θεόν y tú por tu necedad y tu impiedad para con el dios E.Ba.490, ὑπόμναμα τᾶς ἀμαθίας recuerdo de su irreverencia, IG 42.121.39 (Epidauro IV a.C.).
3 torpeza, zafiedad, salvajismo ἀμαθίᾳ δὲ πλέονι πρὸς τὰ ἔξω πράγματα χρῆσθε hacéis uso de una gran zafiedad en la política exterior Th.1.68, Κύκλωπος E.Cyc.173, de los tebanos, Isoc.15.248, cf. E.IT 386, Med.224, Ar.Ra.1109, X.Ath.1.5, Thphr.Char.4.1
•crueldad, falta de humanidad de los dioses, E.HF 1254.
4 insensatez, irreflexión δύο δ' ἀνοίας γένη, τὸ μὲν μανίαν, τὸ δὲ ἀμαθίαν Pl.Ti.86b, εἰς τοσοῦτον ἀμαθίας ἀφικόμην Lys.3.34
•tontería οὐκ ... δεῖν ἀμαθίαν αὑτοῦ καταγινώσκειν ὥστε ... debían darse cuenta de que no había que condenar su tontería hasta el punto de ... Plb.24.13.1.
Greek Monolingual
ἀμαθία, η (Α)
αμαθής
βλ. αμάθεια.
Greek Monotonic
ἀμᾰθία: ἡ (ἀμαθής), άγνοια, σε Σοφ. κ.λπ.· ἀμ. τινος, άγνοια σχετικά με ένα ζήτημα, σε Ξεν.· περίτι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμᾰθία: ἡ непросвещенность, необразованность, неученость, невежественность (τινός и περί τι Xen., Plat., Plut.): ἀ. μετὰ σωφροσύνης Thuc. необразованность (соединенная) со скромностью.