ἐρέτης
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
English (LSJ)
ου, ὁ, mostly in pl.,
A rowers, Od.1.280, al., A.Pers. 39(anap.), Hdt.6.12, Th.1.31, etc. : sg., Ar.Eq.542 : metaph., κυλίκων ἐρέται, of tipplers, Dionys.Eleg.5.2. II in pl., also, oars, AP6.4.6 (Leon.). (Root era-, cf. Skt. aritár- 'rower', ἁλι-ήρης, τρι-ήρης, etc.)
German (Pape)
[Seite 1025] ὁ (s. ἐρέσσω), der Ruderer, Od. 1, 280 u. öfter, immer im plur.; ναῶν ἐρέται Aesch. Pers. 39; Thuc. 1, 31 u. sonst in Prosa; Dionys. bei Ath. X, 443 d nennt die Trinker ἐρέται κυλίκων, Leon. Tar. 25 (VI, 4) nennt τοὺς ἐξ ἀκάτων διχθαδίους ἐρέτας die Ruder.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρέτης: -ου, (ἐρέσσω), κωπηλάτης, κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ., νῆ’ ἄρσας ἐρέτῃσιν Ὀδ. Α. 280, κ. ἀλλ. Ἡρόδ. 6. 12, καὶ Ἀττ.: μεταφ., κυλίκων ἐρέται, ἐπὶ φιλοποτῶν ἢ μεθύσων, Διον. παρ’ Ἀθην. 443D. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. προσέτι, κῶπαι, Ἀνθ. Π. 6. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
rameur.
Étymologie: ἐρέσσω.
English (Autenrieth)
pl., rowers, oarsmen, Il. 1.142.
Greek Monolingual
ο (AM ἐρέτης)
κωπηλάτης
αρχ.
1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται
τα κουπιά
2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» — για οινοπότες ή μέθυσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα er∂- «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό δισύλλαβο ρήμα που αντικαταστάθηκε από το ερέσσω, ενώ διατηρήθηκε στα λιθ. iriu, irti, στο αρχ. ιρλ. imb-rā και με θ. rō- στο αρχ. ισλ. rōa. Προς το αρχ. ινδ. ari-tar αντιστοιχεί τ. ερετήρ, από τον οποίο προήλθε το τοπωνύμιο Ερέτρια «η κωπηλάτις». Ο τ. ερέτης απαντά ως β’ συνθετικό στις λέξεις υπ-ηρέτης —όπου το -η- είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»— και αυτερέτης, ενώ η ρίζα του τ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη μορφή -ορος ή -ερος και -ηρης (το τελευταίο είναι επίσης προϊόν της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει») σε πολλά σύνθετα που δηλώνουν είδη πλοίων τα οποία διακρίνονται ως προς τον αριθμό τών κωπηλατών ή τών κουπιών τους (πρβλ. εικόσ-ορος, πεντηκόντ-ορος, τριακόντ-ερος, αλι-ήρης, τρι-ήρης, τετρ-ήρης). Τέλος, από τον τ. ερέτης προέρχεται το μετονοματικό ρ. ερέσσω που απαντά στον Όμηρο και στους ποιητές, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται αντί γι’ αυτό το ρ. ελαύνω].
Greek Monotonic
ἐρέτης: -ου, ὁ (ἐρέσσω),·
I. κωπηλάτης, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. Αττ.
II. στον πληθ. επίσης, κουπιά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρέτης: ου ὁ1) преимущ. pl. гребец Hom., Her., Thuc., Xen., Arst.;
2) (только pl.) весло Anth.