διαθροέω

From LSJ
Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθροέω Medium diacritics: διαθροέω Low diacritics: διαθροέω Capitals: ΔΙΑΘΡΟΕΩ
Transliteration A: diathroéō Transliteration B: diathroeō Transliteration C: diathroeo Beta Code: diaqroe/w

English (LSJ)

   A spread a report, give out, ὡς Th.6.46; δ. ἐν ταῖς πόλεσιν ὅτι .., X.HG1.6.4:—Pass., D.C.53.19, 61.8.

German (Pape)

[Seite 579] ein Gerücht verbreiten; Thuc. 6, 46; Xen. Hell. 1, 6, 4.

Greek (Liddell-Scott)

διαθροέω: διαδίδω φήμην, διαφημίζω, Θουκ. 6. 46· δ. ἐν ταῖς πόλεσιν, ὅτι… Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4· - τὸ παθ. παρὰ Δίωνι Κ. 53. 19., 61. 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
répandre un bruit, divulguer, publier.
Étymologie: διά, θροέω.

Spanish (DGE)

divulgar, extender una noticia, hacer público c. ac. ταῦτα Th.8.91, D.C.56.46.1, πολλὰ καὶ ἄτοπα D.C.78.1
c. or. complet. διεθρόησαν ὡς χρήματα πολλὰ ἴδοιεν Th.6.46, c. ὅτι X.HG 1.6.4, D.C.44.15.3, 73.14.4
en v. pas. πάντα ... διαθροεῖται D.C.53.19.4, ὡς γεγονότα διεθροεῖτο D.C.61.8.5.

Greek Monotonic

διαθροέω: μέλ. -ήσω, διαδίδω φήμη, διαφημίζω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαθροέω: 1) распускать слух (ὡς … Thuc. и ὅτι … Xen.);
2) разносить, разглашать (τοὺς λόγους ἐν τῷ στρατοπέδῳ Plut.).