μεθήμων

From LSJ
Revision as of 09:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθήμων Medium diacritics: μεθήμων Low diacritics: μεθήμων Capitals: ΜΕΘΗΜΩΝ
Transliteration A: methḗmōn Transliteration B: methēmōn Transliteration C: methimon Beta Code: meqh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (μεθίημι)

   A remiss, careless, Il.2.241, Od.6.25, Anacreont.56.17.

German (Pape)

[Seite 112] ον, nachlässig, fahrlässig, Il. 2, 241 Od. 6, 25 u. sp. D., λύρης, Anacr. 58, 17.

Greek (Liddell-Scott)

μεθήμων: -ον, γεν. ονος, (μεθίημι) ἄφροντις, ἀμελής, ἀμέριμνος, Ἰλ. Β. 241, Ὀδ. Ζ. 25, ἐπὶ ἀνθρώπων· καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 61. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεθήμων· προδότης. ἀμελής».

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
négligent, nonchalant.
Étymologie: μεθίημι.

English (Autenrieth)

(μεθίημι): remiss, careless.

Greek Monolingual

μεθήμων, -ον (Α)
(για πρόσωπα) αμελής, νωθρός, αμέριμνος, αδιάφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθήμων < μεθ-ίημι (πρβλ. συν-ήμων)].

Greek Monotonic

μεθήμων: (μεθίημι), -ον, γεν. -ονος, παραμελημένος, απρόσεκτος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

μεθήμων: 2, gen. ονος беззаботный, небрежный, нерадивый (Hom.; τινός Anacr.).