ὑλάω

From LSJ
Revision as of 05:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλάω Medium diacritics: ὑλάω Low diacritics: υλάω Capitals: ΥΛΑΩ
Transliteration A: hyláō Transliteration B: hylaō Transliteration C: ylao Beta Code: u(la/w

English (LSJ)

[ῠ],

   A = ὑλακτέω, used only by Poets and only in pres. and impf., bark, bay, of dogs, κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι Od. 16.9; κύων . . ἄνδρ' ἀγνοιήσασ' ὑλάει 20.15; θεσπέσιον ὑλάοντες Theoc. 25.70:—Med., κύνες οὐχ ὑλάοντο Od.16.162.    2 metaph. of a man, howl, ἣ μάτην ὑλῶ (so Herm. for ὑλακτῶ); S.Fr.61 (lyr., dub.); of Cassandra, μάτην ὑλάουσα Tryph.421.    II trans., bark or bay at, τινα Od.16.5 (so perh.20.15, v. supr.).

German (Pape)

[Seite 1176] (onomatop. heulen, ululare), nur im praes. u. imperf. gebräuchliche, poet. Stammform von ὑλακτέω, bellen; Od. 16, 9. 20, 15; auch med., ὑλάοντο, 16, 162; – τινά, anbellen, Od. 16, 5 u. sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 449, Theocr. 25, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλάω: [ῠ], ῥιζικὸς τύπος τοῦ ὑλακτέω, ἐν χρήσει μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., ὑλακτῶ, «γαυγύζω», ἐπὶ κυνῶν, κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι Ὀδ. Π. 9· κύων... ἄνδρ’ ἀγνοιήσασ’ ὑλάει Υ. 15· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κύνες οὐχ ὑλάοντο Π. 162. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου, βοῶ, φωνάζω, ἢ μάτην ὑλῶ (οὕτως ὁ Ἕρμ. ἀντὶ ὑλακτῶ) Σοφ. Ἀποσπ. 58. ΙΙ. μεταβ., «γαυγύζω» ἐναντίον τινός, τινα Ὀδ. Π. 5, Θεόκρ. 25, 70. (Κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. Λατ. ululo, Ἀγγλ. howl, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf. épq. sans contr.
1 intr. aboyer;
2 tr. aboyer après, poursuivre de ses aboiements, acc.;
Moy. ὑλάομαι-ῶμαι aboyer.
Étymologie: onomatopée, cf. lat. ululo.

English (Autenrieth)

bark, bay, bark at, Od. 16.5. (Od.)

Greek Monotonic

ὑλάω: [ῠ], μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
I. υλακτώ, γαυγίζω, ουρλιάζω, κραυγάζω, λέγεται για σκύλους, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως σε Μέσ., κύνες οὐχ ὑλάοντο, στο ίδ.
II. μτβ., γαυγίζω ή ουρλιάζω εναντίον κάποιου, τινά, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. (ηχομιμ.).

Russian (Dvoretsky)

ὑλάω: тж. med. Hom., Theocr. = ὑλακτέω.