βλῆτρον
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
τό,
A fastening: band or hoop, ξυστὸν κολλητὸν βλήτροισι Il.15.678. II = βλῆχνον, Nic. Th.39 (gen.sg., v.l. βλίτρου; Sch. gives nom. βλῆτρος. ρώσας· ἐμβαλών, Hsch.
German (Pape)
[Seite 449] τό, Klammer, Band, Hom. einmal, Iliad. 15, 678 ξυστὸν μέγα ναύμαχον, κολλητὸν βλήτροισι, δυωκαιεικοσίπηχυ; die lange Waffe war nicht aus einem Stücke, sondern aus mehreren durch Klammern, Nägel oder dgl. zusammengefügt; Apoll. Lex. Homer. p. 51, 25 βλήτροισι τοῖς κατὰ τὰς συναρμογὰς γόμφοις. Ueber den Accent vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 15, 678.
Greek (Liddell-Scott)
βλῆτρον: τό, σιδηροῦς δεσμός, κρίκος, καρφίον, εἶδος σφηνός, ξυστὸν κολλητὸν βλήτροισι Ἰλ. Ο. 678.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
clou, cheville.
Étymologie: βάλλω.
English (Autenrieth)
rivet (or ring, band), Il. 15.678†.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot., otro n. de βλάχνον helecho macho, Aspidium-Filix-Mas Nic.Th.39.
-ου, τό
prob. perno pieza de hierro usada para ensamblar las distintas partes de la lanza ξυστὸν ... κολλητὸν βλήτροισι Il.15.678, pero cf. Hsch., Eust.1021.44, 1037.41.
• Etimología: Del tema βλη- de βάλλω q.u. c. un suf. *-tron de n. de instrumento.
Greek Monotonic
βλῆτρον: τὸ (βάλλω), δεσμός, σιδερένιος κρίκος, μια σειρά καρφιών, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
βλῆτρον: τό скоба или гвоздь, скрепа Hom.