θρησκεύω
English (LSJ)
A perform religious observances, Hdt.2.64, Sammelb.991 (iii A.D.). II c. acc., worship, θεούς D.H.2.23, IG5(2).268.42 (Mantinea), Porph. Abst.4.9, Hdn.1.11.1:—Pass., Dinon 17, LXX Wi.14.16, Porph. ap. Eus.PE3.11: impers., εἴ τι ἄλλο -εύεσθαι νόμιμον ἦν D.H.1.76. III to be a devotee, Plu.Alex.2.
German (Pape)
[Seite 1218] gottesdienstliche Gebräuche einführen, Her. 2, 64; verehren, bes. mit vielen Ceremonien, θεόν, D. Hal. 2, 22; Hdn. 1, 11, 1 u. öfter; auch von Menschen, Ath. XIII, 556 b; Plut. Alex. 2 u. E. M. leiten das Wort von Θρῇσσα ab, da die thracischen Weiber, in bacchische u. orphische Mysterien eingeweiht, bes. ceremoniellen u. abergläubischen Gottesdienst liebten. Andere denken an θρέω, θροέω, Gebete hersagen; verwandt scheint θεραπεύω.
Greek (Liddell-Scott)
θρησκεύω: (θρῆσκος), εἰσάγω καὶ ἐκτελῶ θρησκευτικὰ χρέη, Ἡρόδ. 2. 64., 65, Διον. Ἁλ. 7. 62, 67. ΙΙ. μετ’ αἰτ. λατρεύω, προσκυνῶ, θεοὺς Διον. Ἁλ. 2. 22, Ἡρῳδιαν. 1. 11, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 425· - ὡσαύτως μετὰ δοτ., θρ. νεκύεσσι Χρησμ. Σιβ. 8. 49 - Παθ., Δίνων παρ’ Ἀθην. 556Β. ΙΙΙ. εἶμαι θρῆσκος, λατρευτής, Πλούτ. ἐν Ἀλεξ. 2.
French (Bailly abrégé)
1 intr. observer des pratiques religieuses;
2 tr. honorer par un culte, par des cérémonies religieuses.
Étymologie: DELG cf. Hsch θρήσκω· νοῶ.
Greek Monolingual
(ΑΜ θρησκεύω)
1. νεοελλ. (μέσ. θρησκεύομαι)
εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, πιστεύω στα δόγματα της θρησκείας και μετέχω στα μυστήρια ή στις τελετές
μσν.-αρχ.
1. θεωρώ ως ιερό, λατρεύω
2. πιστεύω, αποδέχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εφόσον το επίθ. θρήσκος είναι μεταρρηματικό και υστερογενές, ως βάση για τον σχηματισμό του θρησκεύω θεωρήθηκαν τύποι που διασώζονται ως γλώσσες στον Ησύχιο θρήσκω
νοώ και θράσκειν
αναμιμνήσκειν, οι οποίες και πιστοποιούν την ιωνική προέλευση του ρήματος. Επίσης απαντά αόρ. με ασθενή βαθμίδα εν-θρείν
φυλάσσειν (Ησύχ.) καθώς και επίθ. α-θερές, ανόητον, ανόσιον. Οπωσδήποτε αυτή η ερμηνεία προϋποθέτει ότι η αρχική σημ. του ρ. ήταν «φυλάσσω, τηρώ, ακολουθώ» και αργότερα προσέλαβε την ειδικότερη σημ. «τηρώ μια θρησκευτική πράξη».
ΠΑΡ. θρησκεία, θρήσκευμα, θρήσκος
αρχ.
θρησκεύσιμος, θρήσκευσις, θρησκευτήριον, θρησκευτής
νεοελλ.
θρησκευτικός].
Greek Monotonic
θρησκεύω: μέλ. -σω (θρῆσκος),
I. τηρώ και εκτελώ θρησκευτικά χρέη, προσκυνώ, σε Ηρόδ.
II. είμαι πιστός, θρήσκος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
θρησκεύω: тщательно исполнять религиозные обряды, быть строго религиозным (Αἰγύπτιοι θρησκεύουσι περισσῶς Her.; ἀπὸ Θρῃσσῶν δοκεῖ καὶ τὸ θ. ὄνομα γενέσθαι Plut.).