Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακοπράγμων

From LSJ
Revision as of 22:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπρᾱγμων Medium diacritics: κακοπράγμων Low diacritics: κακοπράγμων Capitals: ΚΑΚΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: kakoprágmōn Transliteration B: kakopragmōn Transliteration C: kakopragmon Beta Code: kakopra/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A doing evil, mischievous, X.HG5.2.36, Isoc.15.225,236, Arist.Ath.35.3: Sup. -έστατος, περί τι Plb.8.9.3. Adv. -μόνως Klio 16.163 (Delph.).

German (Pape)

[Seite 1302] ον, schlecht handelnd, boshaft, tückisch, Xen. Hell. 5, 2, 36; καὶ συκοφάνται Isocr. – Superlat., Pol. 8, 11, 3. – Adv., Eust.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a ou exécute de mauvais desseins, malfaisant, intrigant.
Étymologie: κακός, πρᾶγμα.

Greek Monolingual

-ον (AM κακοπράγμων, -ον)
αυτός που ασχολείται με το κακό, που προκαλεί βλάβη, βλαβερός, επιβλαβής («οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι», Ξεν.).
επίρρ...
κακοπραγμόνως (AM)
επιβλαβώς, κατά τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί κακό, βλάβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. μεγαλο-πράγμων, πολυ-πράγμων].

Greek Monotonic

κᾱκοπράγμων: -ον (πράσσω), = κακοποιός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπράγμων: 2, gen. ονος злонамеренный, коварный, подло поступающий Xen., Isocr., Polyb.