καταγώγιον

From LSJ
Revision as of 22:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγώγιον Medium diacritics: καταγώγιον Low diacritics: καταγώγιον Capitals: ΚΑΤΑΓΩΓΙΟΝ
Transliteration A: katagṓgion Transliteration B: katagōgion Transliteration C: katagogion Beta Code: katagw/gion

English (LSJ)

τό,

   A lodging, inn, resting-place, Th.3.68, Pl.Phdr.259a, X.Vect.3.12; Μουσῶν κ. Plu.Luc.42; κ. ἀσωτίας Id.Eum.13; official residence of a magistrate, Procop.Arc.29, al.; τὸ τῶν δαιμόνων κ. OGI610.1 (Zorava, vi A. D.):—the form κατᾰγωγ-γεῖον is required by metre in Antiph.53.5, Macho ap.Ath.8.337d.    II extra payment for transport, PEleph.14.11 (iii B. C.),PTeb.35.18 (ii B. C.).    III in pl., τὰ καταγώγια festival of the return, opp. ἀναγώγια, Ath.9.395a, SIG1109.114 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1344] τό, auch καταγωγεῖον, nach Gaisford's em. Antiphan. bei Stob. fl. 124, 27; vgl. Macho Ath. VIII, 337 d; der Ort zum Einkehren, Herberge, nach VLL. = κατάλυσις, von den Atticisten für att. erkl.; Thuc. 3, 68; Plat. Phaedr. 259 a; Sp.; Plut. Lucull. 42 nennt eine Bibliothek Μουσῶν καταγώγιον; – καταγώγια; τά, Fest der Artemis in Ephesus, Phot.; Ath. IX, 394 f; vgl. Lob. Aglaoph. 177.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγώγιον: τό, τόπος εἰς ὃν δύναται ὁ ὁδοιπορῶν νὰ καταλύσῃ, κατάλυμα, πανδοκεῖον, Θουκ. 3. 68, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α, Ξεν. Πόροι 3. 12· Μουσῶν κ. Πλουτ. Λούκουλλ. 42· - τὸν τύπον καταγωγεῖον ἀποκατέστησεν ὁ Πόρσων ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 2. 5, Μάχωνι παρ’ Ἀθην. 337D. ΙΙ. τὰ καταγώγια, ἑορτή τις ἐν Ἔρυκι τῆς Σικελίας ἐπὶ τῇ ἐπανόδῳ περιστερᾶς ἐκ τοῦ πελάγους, ἀντίθετον τῷ ἀναγώγια, Ἀθήν. 394F, πρβλ. Λοβεκ Ἀγλαόφ. 177.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de halte, hôtellerie ; séjour, asile.
Étymologie: καταγωγή.

Greek Monotonic

κατᾰγώγιον: τό, μέρος στο οποίο μπορεί κάποιος να καταλύσει, στο οποίο μπορεί να διαμείνει, πανδοχείο, ξενοδοχείο, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰγώγιον: τό = καταγωγή 2: Μουσῶν κ. Plut. приют Муз, т. е. книгохранилище.