κιγκλίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, mostly in pl. κιγκλίδες,
A latticed gates in the δικαστήριον or βουλευτήριον, by which the δικασταί or βουλευταί were admitted to pass through the δρύφακτοι or bar, Ar.Eq.641, V.124: metaph., ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα καὶ βήματος requiring the practice of the bar and the assembly, Plu.2.975c: sg., Lib.Or.12.38; ἐντὸς τῆς κ. διατρίβειν live in court, Luc.Merc.Cond.21; αἱ διαλεκτικαὶ κ. logical quibbles, behind which one ensconces oneself, Jul.Caes. 330c. 2 any latticed gates, IG22.1668.65 (sg.), 3.162 pl.). II later, = δρύφακτοι, Plu.Caes.68: sg., Id.Galb.14. III prob. = Lat. fidiculae, an instrument of torture, Id.Luc.20.
German (Pape)
[Seite 1436] ίδος, ἡ, Gitter, Umgitterung, Einschluß, cancelli; τὸν νεκρὸν εἰς μέσον ἑλκύσαντες καὶ περιβαλόντες κιγκλίδα Plut. Galb. 14; vom Gefängniß, Luc. 20; bes. in Athen die Schranken um die Rathsversammlung, Ar. Vesp. 124 Equ. 641; ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατράβων, zu einen Hause gehörend, Luc. merc. cond. 21; – auch κιγκλίδες διαλεκτικαί, dialectische Spitzfindigkeiten, hinter denen man sich wie hinter einem Gitter versteckt, vgl. Hemsterh. zu Poll. 8, 124; ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα καὶ βήματος Plut. de sol. anim. 23.
Greek (Liddell-Scott)
κιγκλίς: -ίδος, ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. κιγκλίδες, ἡ κιγκλιδωτὴ πύλη τοῦ δικαστηρίου ἢ τοῦ βουλευτηρίου, δι’ ἧς οἱ δικασταὶ ἢ βουλευταὶ εἰσήρχοντο ὅπως διέλθωσι διὰ τῶν δρυφάκτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 641, Σφ. 124· μεταφ., ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα, ἔχουσα χρείαν τῆς ἐν τῷ δικαστηρίῳ ἢ τῷ βουλευτηρίῳ ἀσκήσεως, Πλούτ. 2. 975C· ἐπὶ εἱρκτῆς, σχοινισμοὶ καὶ κιγκλίδες ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 20, δεσμεύσεις καὶ καθείρξεις, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατρίβειν, διαμένειν ἐντὸς τοῦ δικαστηρίου, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 21· ― μεταφ., αἱ διαλεκτικαὶ κιγκλίδες, λογικὰ σοφίσματα ὄπισθεν τῶν ὁποίων ὀχυροῦταί τις, Ἰουλιαν. 330C, πρβλ. Πλούτ. 2. 975C. 2) κιγκλιδωτὴ πύλη, Συλλ. Ἐπιγρ. 481. ΙΙ. μεταγεν., = δρύφακτοι, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 68· καὶ ἐν τῷ ἑνικ., ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 14.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
grille, barreaux :
1 à Athènes, porte à deux battants par laquelle entraient les juges;
2 enceinte d’un tribunal, cour;
3 barre, grillage en gén. ; fig. ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατρίβειν LUC vivre renfermé.
Étymologie: cf. κλείω.
Greek Monolingual
κιγκλίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. κιγκλίδα.
Greek Monotonic
κιγκλίς: -ίδος, ἡ, κυρίως στον πληθ., κιγκλίδες, καγκελωτή θύρα δικαστηρίου ή αίθουσα συνεδριάσεων, μέσω της οποίας περνούσαν τα μέλη, σε Αριστοφ.· μεταφ., σημαίνει αναβολές στο εδώλιο του κατηγορουμένου, δηλ. οι στάσεις της δίκης, σε Πλούτ.· στον ενικ., ἐντὸςτῆς κιγκλίδος διατρίβειν, διαμονή στο δικαστήριο, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιγκλίς -ίδος, ἡ, meestal plur. (tralie)hek (in de rechtbank of het bouleutèrion, waardoor rechters of raadsleden werden binnengelaten); overdr.. ἐντὸς τῆς κιγκλίδος binnen een veilige omheining Luc. 36.21. traliewerk, gevangenis; rek ( martelwerktuig).