λεπάς
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A limpet, Alc.51 (s.v.l.), Epich.42.2, 114, Hermipp. 31, Arist.HA528b1, al.; ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Ar.V.105, cf. Pl.1096.
German (Pape)
[Seite 29] άδος, ἡ, eine einschalige Muschel, Napfschnecke, patella, die steh an Felsen, λέπας, fest ansaugt, Arist. H. A. 4, 4 part. anim. 4, 3 u. öfter; vgl. Ath. III, 85 f. Dah. übertr., τὸ γραΐδιον ὥςπερ λεπὰς τῷ μειρακίῳ προσίσχεται Ar. Plut. 1096, vgl. Vesp. 105.
Greek (Liddell-Scott)
λεπάς: -άδος, ἡ, μονόθυρον ὀστρακόδερμον, «πεταλίδα», Λατ. patella, ὀνομασθεῖσα οὕτως ἐπειδὴ προσκολλᾶται εἰς λίπας, πέτραν, Ἐπίχ. 23 Ahr.· ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Ἀριστοφ. Σφ. 105, πρβλ. Πλ. 1096.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
lépas, coquillage univalve qui s’attache aux roches (Chantraine : patelle, bernique).
Étymologie: λέπας.
Greek Monolingual
η (Α λεπάς, -άδος) λέπας
όστρακο που προσκολλάται σε βράχο ή στα επιπλέοντα σε νερά αντικείμενα, η πεταλίδα.
Greek Monotonic
λεπάς: -άδος, ἡ, πεταλίδα, αχιβάδα, ονομαζόμενη έτσι, επειδή προσκολλάται σε βράχο (λέπας), σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λεπάς: άδος (ᾰδ) ἡ зоол. блюдечко (моллюск с одностворчатой раковиной, присасывающийся к скалам) Arst.: ὥσπερ λ. προσεχόμενος τῷ κίονι Arph. прислонившись к столбу словно моллюск (к скале).