ὄχθη
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
ἡ, older form of ὄχθος,
A any height or rising ground, natural or artificial, bank, dyke by the side of a river, ὑψηλὴν βάλεν ὄχθην Il. 21.171, cf. 172: in sg., also, Plu.Publ.16, Arr.An.1.14.4, CPHerm. 95.10 (iii A. D.): mostly in pl., raised banks of a river, in full, ποταμοῖο παρ' ὄχθας Il.4.487, 18.533, cf. 3.187; παρ' ὄχθῃσιν ποταμοῖο Od. 6.97; Καφισοῦ παρ' ὄχθαις Pi.P.4.46, cf. Xenoph.2.21, A.Pr.810, Th. 392, etc.; ὄχθαι καπέτοιο the raised banks of the trench, dykes, Il.15.356; also, heights beside the sea, ἁλὸς παρ' ὄχθας Od.9.132; ταὶ ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄ. Pi.P.1.18, cf. 12.2; also of rising banks at a little distance from a river, X.An.4.3.3 and 5: ὄχθη is distd. as the bank of a river, from ὄχθος a hill, in S.Ph.726, 729 (both lyr.); and this distn. generally holds, but in Pi.P.1.64 we read ὄχθαις ὑπὸ Ταϋγέτου; and in S.Ant.1132 (lyr.), Νυσαίων ὀρέων ὄχθαι; reversely, we have in Sapph.p.44 Lobel, ὄχθοις Ἀχέροντος; in A.Ag.1161, Ἀχερουσίους ὄχθους; and in E.Supp.655, Ἰσμήνιον πρὸς ὄχθον; in late Prose, τὴν ὄχθαν (sic) τῆς θαλάσσης sea-
A shore, Aët.2.203.—Cf. ὄχθος.
German (Pape)
[Seite 430] ἡ, wie ὄχθος, jede Erhöhung, Hügel, bes. die hohen Uferränder der Flüsse, ποταμοῖο, Il. 4, 481. 18, 533 Od. 6, 97; ὄχθαι καπέτοιο, die erhöheten Grabenränder, Il. 15, 356; auch ἁλός, hügelige Meergestade, Od. 9, 132; ταὶ ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι, Pind. P. 1, 68; Καΐκου παρ' ὄχθαις, I. 4, 97; übh. Hügel, Berg, ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου, P. 1, 64 u. öfter; παρ' ὄχθαις ποταμίαις, Aesch. Spt. 374; Prom. 811; Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι, Soph. Ant. 1119; vom Flußufer Phil. 716, wie Νείλου παρ' ὄχθαις Eur. Hel. 498; vom Flußufer auch Xen. An. 4, 3, 3 ff.; Sp., wie Luc. Mar. D. 13, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὄχθη: ἡ, ἀρχαιότερος τύπος τοῦ ὄχθος, πᾶν ὕψωμα, λόφος ἢ πρόχωμα φυσικὸν ἢ τεχνητόν, ὄχθη παρὰ ποταμόν, ὑψηλὴν βάλεν ὄχθην Ἰλ. Φ. 171, πρβλ. 172, 175· ἐν τῷ ἑνικῷ ὡσαύτως Πλουτ. Ποπλικ. 16, Ἀρρ. Ἀν. 1. 14· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ ὑψηλαὶ ὄχθαι ποταμοῦ· πλῆρες: ποταμοῖο παρ’ ὄχθας
Ἰλ. Δ. 487., Σ. 533, πρβλ. Γ. 187· παρ’ ὄχθῃσιν ποταμοῖο Ὀδ. Ζ. 97· Καφισοῦ παρ’ ὄχθαις Πινδ. Π. 4. 81, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 810, Θήβ. 392, κλ.· ὄχθαι καπέτοιο, τὰ ὑψηλὰ ἑκατέρωθεν χείλη τῆς τάφρου, Ἰλ. Ο. 356· ὡσαύτως, λόφοι ψαμμώδεις παρὰ τὴν θάλασσαν (πρβλ. θίς), ἁλὸς ὄχθαι Ὀδ. Ι. 132 ταὶ ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Πινδ. Π. 1. 34, πρβλ. 12. 3· ὡσαύτως ἐπὶ ὑψωμάτων εἰς μικρὰν ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 3 καὶ 5, πρβλ. 11 καὶ 17. - Πολλοὶ ἀρχαῖοί τε καὶ νεώτεροι ἐνόμισαν ὅτι τὸ ὄχθη λέγεται ἀείποτε ἐπὶ τῆς ὑψουμένης παρὰ τὸ ῥεῦμα ποταμοῦ γῆς, τὸ δὲ ὄχθος ἀείποτε ἐπὶ λόφου, ὡς διακρίνονται παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 726, 729. καὶ ἡ διάκρισις αὔτη καθόλου ἀληθεύει ἀλλ’ ἐν Πινδ. Π. 1. 123 ἀναγινώσκομεν: ὄχθαις ὑπὸ Ταϋγέτου· καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Ἀντ. 1132, Νυσαίων ὀρέων ὄχθαι· ἐν ᾧ τἀνάπαλιν, ἔχομεν παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1161, Ἀχερουσίους ὄχθους· ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 655, Ἰσμήνιον πρὸς ὄχθον. Πρβλ. ὄχθος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄχθη· χεῖλος ποταμοῦ».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
rive escarpée, bord élevé.
Étymologie: cf. ὄχθος.
English (Autenrieth)
(ἔχω): bank of a river, the sea, a trench, Il. 15.356; mostly pl., sing., Il. 21.17, 171 f.
Greek Monotonic
ὄχθη: ἡ, αρχ. τύπος του ὄχθος, έδαφος που εξέχει, όχθη, το χείλος των πλευρών ενός ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ.· κυρίως στον πληθ., υψωμένες όχθες ποταμού, σε Όμηρ.· ὄχθαικαπέτοιο, χείλος τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, οι αμμόλοφοι ή τα υψώματα από άμμο στην ακρογιαλιά (πρβλ. θίς), σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὄχθη: ἡ1) высокий край, гребень, вал (καπέτοιο Hom.);
2) высокий берег (ποταμοῖο Hom.; Νείλου Eur.);
3) возвышенность, цепь холмов, нагорье (ὄχθαι Ταϋγέτου Pind.): ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph. заросшие плющем нагорья.