πεδόθεν
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
(parox.), Adv., (πέδον)
A from the ground, Hes. Th.680, E.Tr.98 (anap.). II from the bottom, Pi.O.7.62 : metaph., οἵ τοι π. φίλοι εἰσίν which are dear to thee from the bottom of thy heart, Od.13.295. 2 from the beginning, Pi.I.5(4).38.
German (Pape)
[Seite 541] vom Boden, von der Erde auf, Hes. Th. 680; γαῖαν αὐξομέναν πεδόθεν, Pind. Ol. 7, 62; aber ἔλα πεδόθεν, vom Ursprung an, I. 4, 42, erinnernd an das homerische οἵ τοι πεδόθεν φίλοι εἰσίν, die dir von Grund aus, aus Herzensgrunde lieb sind, Od. 13, 295, wo παιδόθεν f. L. ist; Eur. Troad. 98 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πεδόθεν: Ἐπίρρ., (πέδον) ἐκ τῆς γῆς, «ἀπὸ καταγῆς», ὡς τὸ χαμόθεν, Ἡσ. Θ. 680, Εὐρ. Τρῳ. 98. ΙΙ. ἐκ τοῦ βυθοῦ, Πινδ. Ο. 7. 112· μεταφορ., οἵ τοι π. φίλοι εἰσίν, οἵτινες σοὶ εἶναι ἀγαπητοὶ ἐκ βάθους τῆς καρδίας σου, ἀλλὰ κατὰ τοὺς Σχολ. καὶ τὸν Εὐστάθ., «ἐκ ῥίζης, ἐκ γενετῆς» κτλ., Ὀδ. Ν. 295. 2) ἐξ’ ἀρχῆς, Πινδ. Ι. 5 (4). 48· πρβλ. Näke Χοιρίλ. σ. 107.
French (Bailly abrégé)
adv.
du sol, à partir du sol ; fig. à fond, du fond de l’âme.
Étymologie: πέδον, -θεν.
English (Autenrieth)
from the ground; fig., ‘to thy very heart,’ Od. 13.295†.
English (Slater)
πεδόθεν
a from the sea floor εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν ἔνδον θαλάσσας αὐξομέναν πεδόθεν γαῖαν (O. 7.62)
b dub. sign. ἔλα νῦν μοι πεδόθεν· λέγε (πρὸς τὴν Μοῦσαν ὁ λόγος Σ: ab origine Boeckh: ἐξ ἀρχῆς Σ: v. Fränkel, W & F, 47) (I. 5.38)
c frag. ]πεδόθεν ἐφυν[ ?fr. 334a. 4.
Greek Monolingual
Α
(τοπ. επίρρ.)
1. από τη γη, από το έδαφος και προς τα πάνω («πεδόθεν δ' ἐτινάσσετο μακρὸς Ὄλυμπος», Ησίοδ.)
2. από τον βυθό
3. από την αρχή
4. μτφ. από το βάθος της καρδιάς («οἵ τοι πεδόθεν φίλοι εἰσὶν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μυχό-θεν)].
Greek Monotonic
πεδόθεν: επίρρ., (πέδον),
I. από το έδαφος, από τη γη, σε Ησίοδ., Ευρ.
II. 1. από το βάθος, σε Πίνδ.· μεταφ., από τα βάθη της καρδιάς, σε Ομήρ. Οδ.
2. από την αρχή, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πεδόθεν: adv.
1) от земли: ἄνα π. κεφαλήν Eur. (подними) вверх голову, т. е. ободрись;
2) от всего сердца, от глубины души: οἱ π. φίλοι Hom. сердечные друзья;
3) с самого начала Pind.