συνεπαγωνίζομαι

From LSJ
Revision as of 04:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπᾰγωνίζομαι Medium diacritics: συνεπαγωνίζομαι Low diacritics: συνεπαγωνίζομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synepagōnízomai Transliteration B: synepagōnizomai Transliteration C: synepagonizomai Beta Code: sunepagwni/zomai

English (LSJ)

   A join in stirring up a contest besides, τοῖς γεγονόσι besides all that had happened, Plb.3.118.6.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπαγωνίζομαι: ἀποθ., ἐπαγωνίζομαι ὁμοῦ, συνεπιφέρω νέον ἀγῶνα τοῖς γεγονόσι, ἐκτὸς τῶν ἤδη γενομένων, Πολύβ. 3. 118, 6.

French (Bailly abrégé)

être auxiliaire de, venir en aide à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπαγωνίζομαι.

Greek Monolingual

Α ἐπαγωνίζομαι
υποκινώ νέο αγώνα από κοινού με κάποιον.

Greek Monolingual

Α ἐπαγωνίζομαι
υποκινώ νέο αγώνα από κοινού με κάποιον.

Greek Monotonic

συνεπᾰγωνίζομαι: μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., συμβάλλω στην υποκίνηση μιας επιπλέον έριδας, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπᾰγωνίζομαι: усиливать или осложнять борьбу: συνεπαγωνιζομένης τοῖς γεγονόσι τῆς τύχης Polyb. так как судьба (словно) хотела осложнить события борьбы.