φοιβάς

From LSJ
Revision as of 05:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιβάς Medium diacritics: φοιβάς Low diacritics: φοιβάς Capitals: ΦΟΙΒΑΣ
Transliteration A: phoibás Transliteration B: phoibas Transliteration C: foivas Beta Code: foiba/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A priestess of Phoebus: generally, inspired woman, prophetess, E.Hec.827: as fem. Adj., = φοιβάζουσα, Tim.Fr.3.

German (Pape)

[Seite 1295] άδος, ἡ, Priesterinn des Phöbus, übh. die Begeisterte, die Wahrsagerinn, Prophetinn, Eur. Hec. 827, auch als fem. adj., begeistert, wahrsagend.

Greek (Liddell-Scott)

φοιβάς: -άδος, ἡ, ἱέρεια τοῦ Φοίβου, καθόλου, γυνή, θεόπνευστος, προφῆτις, Εὐρ. Ἑκ. 827, πρβλ. Τιμοθ. Ἀποσπ. 1· ὡσαύτως ὡς θηλ. ἐπίθ., = φοιβάζουσα, Πλούτ. 2. 22Α, 170Α.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
prêtresse de Phœbos ; p. ext. prêtresse inspirée, prophétesse.
Étymologie: Φοῖβος.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
φοιβάς
(ενν. τέχνη) η ιατρική
αρχ.
1. ιέρεια του Φοίβου
2. θεόπνευστη γυναίκα, μάντισσα
3. (με σημ. επιθ.) προφητική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. 'Ερετρι-άς)].

Greek Monotonic

φοιβάς: -άδος, ἡ, ιέρεια του Φοίβου· γενικά, προφήτισσα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φοιβάς: άδος ἡ жрица Феба, прорицательница Eur.: ἡ Ἄρτεμις φ. Plut. вещая Артемида.