ἑκτικός
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
ή, όν, (ἕξις)
A formed by or forming habit, τὸ βέβαιον καὶ ἑ. Chrysipp.Stoic.3.138; ἑ. δύναμις ib.2.149; ποιεῖν τι ἑκτικόν to do a thing as a matter of habit, easily, Arr.Epict.2.18.4; ἑ. πρὸς τὴν τέχνην Damocr. ap. Gal.13.1001. Adv. -κῶς from habit, easily, fluently, γράμματα ἀναγινώσκειν Artem.1.53, cf. D.S.3.4, Plu.2.802f: Comp. -ώτερον Arr.Epict.3.24.78; but also ἑ. διαμένειν [λίθον] remain fixed in its nature, Porph.Abst.4.20. 2 ἑ. αἴτια sustaining causes, Chrysipp.Stoic.2.273 (s.v.l.). 3 capable of, φύσις τινὸς ἑ. Phld.Ir. p.14 W. II hectic, consumptive, f.l. in Arist.Pr.920b27; offevers, Gal.7.315, Alex.Aphr.Pr.1.88; σφυγμός Gal.8.460. Adv. -κῶς Id.10.603.
German (Pape)
[Seite 781] 1) eine Eigenschaft habend, betreffend, Arist. – Adv. ἑκτικῶς, Plut. reip. ger. praec. 6. – 2) fertig, geübt, Sp.; im adv., D. Sic. 3, 4. – 3) hektisch, an Brustübeln leidend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκτικός: -ή, -όν, (ἕξις) συνήθης, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 4. - Ἐπίρρ. -κῶς Διόδ. 3. 4, Πλούτ. 2. 808F. Καθ’ Ἡσύχ., «ἑκτικῶς· σχετικῶς ἢ κατὰ ἕξιν· ἕξις δέ ἐστι δυσμετακίνητος τρόπος, ἤτοι διάθεσις». ΙΙ. καχεκτικός, φθισικός, «χτικιάρης», Ἀριστ. Προβλ, 18. 37, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): lacon. ἐξικόρ Hsch.
A en rel. c. la idea de ‘sujeción’
1 que propicia la cohesión, cohesivo σμῆνος αἰτίων καταλέγουσι, τὰ μὲν προκαταρκτικά, ... τὰ δὲ ἑκτικά, τὰ δὲ συνεκτικά reseñan un enjambre de causas, las preliminares, las cohesivas, las co-cohesivas (los estoicos para explicar el sistema del cosmos), Chrysipp.Stoic.2.273.19, δύναμις ἑκτική capacidad de cohesión Chrysipp.Stoic.2.149.35, μὴ ... ὁ νεφρὸς ἑκτικὴν λαβὼν συνήθειαν, λίθον ἐργάσηται para que el riñón, adoptando un hábito cohesivo, no forme una piedra Pall.in Hp.16
•c. gen. ἀέρα δὲ καὶ πῦρ αὑτῶν τ' εἶναι δι' εὐτονίαν ἑκτικά el aire y el fuego mantienen su cohesión por su correcta tensión Chrysipp.Stoic.2.146.35
•fig. ἑκτικὴ μὲν ἡμῶν ἡ κόλλησις πρὸς Χριστόν nuestro apego a Cristo es firme Cyr.Al.M.74.348C
•neutr. subst. τὸ ἑ. cohesión, firmeza Chrysipp.Stoic.3.138.2.
2 tenido, poseído, inherente ποιότης Simp.in Cat.231.3
•op. a lo que indica ‘privación’ propio de la posesión (τὰ ἄλλα εἴδη) τῶν στερητικῶν ... καὶ τῶν ἑκτικῶν Dam.in Phd.142.
B rel. con la idea de ‘hábito’
I 1habituado, acostumbrado de pers. ἀνὴρ ... ἑ. πρὸς τὴν τέχνην Damocr. en Gal.13.1001, ἐν τῷ ἅλλεσθαι Apollon.Lex.91.17.
2 determinado por el hábito, habitual, asiduo de abstr. πάθη Iren.Lugd.Haer.1.4.5, ἀρετή Cyr.Al.M.73.848C, ἑκτικὴ δύναμις fuerza del hábito o costumbre Clem.Al.Strom.6.9.78, ζωή Nemes.Nat.Hom.2.114, εἴ τι ποιεῖν ἐθέλῃς, ἑκτικὸν ποίει αὐτό si quieres hacer algo, hazlo asiduo Arr.Epict.2.18.4.
3 dispuesto, hábil de pers. ἐπὶ τοὺς ἑκτικωτέρους ἐπόπτειν dirigirse a los que tienen mejor disposición Gal.18(2).321
•neutr. compar. como adv. en forma hábil, diestramente συλλογισμοὺς ἵν' ἀναλύσῃς ἑκτικώτερον Arr.Epict.3.24.78.
II medic.
1 habitual, héctico, hético πυρετὸς ἑ. fiebre héctica propia de la tisis o consunción, Gal.7.315, ἑ. σφυγμός Gal.8.460, δυσκρασία Gal.8.351, ψύξις Gal.9.394, διαθέσεις Alex.Trall.2.289.4.
2 héctico, que sufre de fiebres hécticas de tísicos, Sor.Lat.16.16, Gal.10.706.
C adv. -ῶς
I con cohesión, firmemente ἑ. διαμένειν de una piedra, Porph.Abst.4.20
•fig. de modo estable τὴν ὑγίειαν ἑ. ἀπολαβεῖν Didym.in Ps.107.11.
II rel. con el ‘hábito’
1 habitualmente τὸ δεδεγμένον ἑ. ... σῶμα τὴν τοῦ πυρὸς θερμασίαν el cuerpo que ha recibido habitualmente el calor del fuego Gal.10.598, ἑ. πρὸς ἀρετὴν διακείμενος habituado a la virtud Basil.Ep.2.3.
2 hábilmente, con soltura o destreza ἑ. ἕκαστα τῶν γεγραμμένων ἀναγινώσκουσι D.S.3.4, cf. Artem.1.53, ref. a la oratoria, Plu.2.802f.
III medic. hécticamente, consuntivamente ὅσοι τῶν πυρεττόντων ἑ. Gal.10.718, cf. 720.
• Etimología: Cf. ἔχω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἑκτικός, -ή, -όν)
Ι. μσν.-νεοελλ. ιατρ. «εκτικός πυρετός» — αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας, καχεξία και απίσχνανση
αρχ.
1. συνήθης, συνεχής, καθ' έξιν
2. ικανός, επιτήδειος για κάτι
3. καχεκτικός, απισχναντικός
II. επίρρ. ἑκτικῶς
1. καθ' έξιν
ευχερώς
2. καχεκτικώς.
Russian (Dvoretsky)
ἑκτικός: (= καχεκτικός) чахоточный Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: as regards the ἕξις, i. e. the situation, the state of the body, regarding the state, usual, skilful (hell.); also name of a continuing ("hektischen") fever (medic.; cf. Strömberg Wortstudien 85f.);
Derivatives: ἑκτικεύομαι suffer from ἑκτικός (πυρετός) (Alex. Trall.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ἕξις, or from ἔχω (s. v.)?