ἀναπολίζω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A = ἀναπολέω, of a field, Pi.P.6.3.
German (Pape)
[Seite 203] ἄρουραν, den Acker umwenden, umpflügen, Pind. P. 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπολίζω: ἀναπολέω, «ξαναοργώνω», ἐπὶ ἀγροῦ, μεταφ., ἢ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν Πινδ. Π. 6. 2.
English (Slater)
ἀναπολίζω
1 cultivate, plough met. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν (P. 6.3) cf. ἀμπολέω.
Spanish (DGE)
binar, dar vuelta, labrar ἄρουραν Pi.P.6.3.
Greek Monolingual
ἀναπολίζω (Α)
οργώνω (πρβλ. ἀναπολῶ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πολίζω (< πόλις) «οικοδομώ, ιδρύω πόλη, κτίζω»].
Greek Monotonic
ἀναπολίζω: = ἀναπολέω, λέγεται για χωράφι, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπολίζω: перепахивать (ἄρουραν Pind.).