ἐπανάκειμαι

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανάκειμαι Medium diacritics: ἐπανάκειμαι Low diacritics: επανάκειμαι Capitals: ΕΠΑΝΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: epanákeimai Transliteration B: epanakeimai Transliteration C: epanakeimai Beta Code: e)pana/keimai

English (LSJ)

   A to be imposed upon as punishment, τινί X. Cyr.3.3.52.    II to be superadded, κακὸν κακῷ -κείμενον Numen. ap.Eus.PE14.8.    2 to be entered as well in a register, Stud.Pal. 1.62.33 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 900] (s. κεῖμαι), darauf gesetzt sein als Strafe, Xen. Cyr. 3, 3, 52.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανάκειμαι: ἐπίκειμαι, εἶμαι ἐπιτεθειμένος ἐπί τινος, τοῖς δὲ κακοῖς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται; Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52.

French (Bailly abrégé)

être exposé ou réservé à, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀνάκειμαι.

Greek Monolingual

ἐπανάκειμαι (Α) κείμαι
1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῑς δὲ κακοῑς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.)
2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος
3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον.

Greek Monotonic

ἐπανάκειμαι: Παθ., επίκειμαι, επιβάλλομαι ως τιμωρία σε κάποιον, τινι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανάκειμαι: предназначаться, быть уготованным (τοῖς κακοῖς ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται Xen.).

Middle Liddell


Pass. to be imposed upon as punishment, τινι Xen.