κιχλίζω

From LSJ
Revision as of 07:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιχλίζω Medium diacritics: κιχλίζω Low diacritics: κιχλίζω Capitals: ΚΙΧΛΙΖΩ
Transliteration A: kichlízō Transliteration B: kichlizō Transliteration C: kichlizo Beta Code: kixli/zw

English (LSJ)

   A titter, giggle, Ar.Nu.983, Theoc.11.78, AP5.244 (Maced.); κιχλίζουσα καὶ μωκωμένη Alciphr.1.33, 3.27, cf. 74; guffaw, μέζον ἵππου κ. Herod.7.123: metaph., [ἡδονὴ] σεσαρυῖα καὶ κιχλίζουσα Ph.2.265:—Med., Ar.Fr.333.4. (Prop. chirp like a thrush, Gramm. ap. Valck.Animadv. ad Ammon. p.175 who writes κιχλάζω: wrongly expld. as eat κίχλαι, live luxuriously, Sch.Ar.Nu.979.)

German (Pape)

[Seite 1444] 1) kichern, vom leichtfertigen Lachen der verliebten Mädchen, Haced. 7 (V, 235), nach Moeris hellenistisch für καχλάζω. – 2) Krammetsvögel essen, als Leckerei, neben ὀψοφαγεῖν Ar. Nubb. 983.

Greek (Liddell-Scott)

κιχλίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ, κυρίως φωνάζω ὡς ἡ κίχλη, (Ἀμμών. ὅστις γράφει κιχλάζω)· ἐντεῦθεν γελῶ βεβιασμένως, ἠλιθίως, Ἀριστοφ. Νεφ. 983· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 313· ― ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τρώγω κίχλας, ζῶ ἁβρῶς, εὐωχοῦμαι, τρυφῶ, «καλοτρώγω», ἀλλὰ πρβλ. Θεόκρ. 11. 78, Ἀνθ. Π. 5. 245, Ἀλκίφρων 1. 33., 3. 27 καὶ 74. Παρ’ Ἡσυχ., κιχλήσκουσιν εἶναι ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κιχλίζουσιν.

French (Bailly abrégé)

1rire aux éclats, rire de façon provocante.
Étymologie: κίχλη.
2manger des grives, faire bonne chère;
Moy. κιχλίζομαι m. sign.
Étymologie: κίχλη.

Greek Monolingual

κιχλίζω (Α, Μ κιχλάζω)
1. χασκογελώ, χαχανίζω («πολλαὶ συμπαίσδειν με κόραι τὰν νύκτα κέλονται, κιχλίζοντι δὲ πᾶσαι», Θεόκρ.)
2. τρώω τσίχλες, καλοτρώω, καλοπερνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίχλα].

Greek Monotonic

κιχλίζω: Δωρ. γʹ πληθ. κιχλίσδοντι· μέλ. Αττ. -ιῶ, τιτιβίζω όπως την «τσίχλα»· απ' όπου, χαχανίζω, κακαρίζω ή τρώω κίχλαις, ζω με πολυτέλεια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κιχλίζω: I тихо смеяться, хихикать Anth.
II питаться дроздами, т. е. есть изысканные блюда (οὐδὲ ὀψοφαγεῖν οὐδὲ κ. Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιχλίζω [κίχλη] giechelen.