πάνδεινος
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
ον,
A all-dreadful, terrible, πάνδεινον ἡ ἀδικία Pl.R.610d, cf. 605c; πρᾶγμα D.54.33, cf. Men. Sam.212, Ruf.Fr.69; πάνδεινα πεπονθέναι Luc.Prom.8; πάνδεινόν [ἐστι] it is outrageous, D.23.79, cf. PTeb.27.34 (ii B. C.), Phld.Ir.p.86 W. II very able, c. inf., Pl. Plt.290b; ironically, D.19.120.
German (Pape)
[Seite 457] ganz furchtbar, gewaltig; πάνδεινον φανεῖται ἡ ἀδικία, Plat. Rep. X, 610 d; πάνδεινα πεπονθέναι, Luc. Prom. 8; – ganz geschickt, tüchtig, c. inf., Plat. Polit. 290 b; Dem. 26, 23; Sp., πάνδεινος ἐν τοῖς λόγοις ἀγωνιστής, Luc. rhet. praec. 20.
Greek (Liddell-Scott)
πάνδεινος: -ον, ὁ κατὰ πάντα δεινός, πολὺ φοβερός, ἡ ἀδικία Πλάτ. Πολ. 610D, πρβλ. 605C πρᾶγμα Δημ. 1267˙ 17˙ πάνδεινα πεπονθέναι Λουκ. Προμ. 8˙ - πάνδεινόν ἐστι, εἶναι πρᾶγμα φοβερώτατον, Δημ. 646. 23. ΙΙ. εὐφυὴς εἰς πάντα, ἱκανώτατος, δεξιώτατος, Πλάτ. Πολιτ. 290Β˙ εἰρωνικῶς, Δημ. 378. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait redoutable, terrible.
Étymologie: πᾶν, δεινός.
Greek Monolingual
(I)
ο
ζωολ. γένος αραχνιδίων της τάξης τών σκορπιών που ζουν στην τροπική Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα είναι ανώδυνο, αλλά δηλητηριώδες και κάποτε θανατηφόρο.———————— (II)
-η, -ο / πάνδεινος, -ον, ΝΑ
δεινός από κάθε άποψη, πάρα πολύ δεινός, πολύ φοβερός, τρομερός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πάνδεινα
μεγάλα δεινά, μεγάλες συμφορές, μεγάλες ταλαιπωρίες, πολλά βάσανα
αρχ.
1. πολύ ικανός, ευφυής
2. (και ειρων.) επιδέξιος, καπάτσος
3. (ρηματ. φρ.) «πάνδεινόν (ἐστι)» — είναι πολύ προσβλητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δεινός.
Greek Monotonic
πάνδεινος: -ον, I. εντελώς φοβερός, απαίσιος, σε Πλάτ.· πάνδεινόν ἐστι, είναι τραγικό, σε Δημ.
II. έξυπνος σε όλα τα πράγματα, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
πάνδεινος: 1) чрезвычайно страшный, ужасный (ἀδικία Plat.; πρᾶγμα Dem.): πάνδεινα ἡγήσασθαι πεπονθέναι Luc. считать себя страшно обиженным;
2) весьма искусный (πολλὰ περὶ τὰς ἀρχὰς διαπονεῖσθαι Plat.; ἐν τοῖς λόγοις ἀγωνιστής Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάνδεινος -ον [πᾶς, δεινός] zeer vreselijk:. π. πρᾶγμα een allervreselijkste daad Men. Sam. 486. zeer slim; ook met inf.: πολλ ’ ἄττα ἕτερα διαπονείσθαι π. heel bedreven in het verrichten van veel andere klusjes Plat. Plt. 290b.