κακόχαρτος

From LSJ
Revision as of 11:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόχαρτος Medium diacritics: κακόχαρτος Low diacritics: κακόχαρτος Capitals: ΚΑΚΟΧΑΡΤΟΣ
Transliteration A: kakóchartos Transliteration B: kakochartos Transliteration C: kakochartos Beta Code: kako/xartos

English (LSJ)

ον,

   A rejoicing in evil, Ἔρις, ζῆλος, Hes.Op.28, 196, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1305] der sich über Anderer Unglück freu't, schadenfroh, Hes. O. 28. 193. Nach Andern auch = worüber sich Böse freuen.

Greek (Liddell-Scott)

κακόχαρτος: -ον, χαιρέκακος, χαίρων ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις κακοῖς, Ἔρις κακόχαρτος, «ἡ χαίρουσα ἐν τοῖς κακοῖς, ἢ ἐν ᾗ χαίρουσιν οἱ κακοὶ» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 28. 194.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se réjouit du malheur d’autrui.
Étymologie: κακός, χαίρω.

Greek Monolingual

κακόχαρτος, -ον (Α)
αυτός που χαίρεται για τις ξένες συμφορές, χαιρέκακος («Ἔρις κακόχαρτος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + χαρτός «αυτός που χαροποιεί» (< χαίρω)].

Greek Monotonic

κᾰκόχαρτος: -ον (χαίρω), αυτός που χαίρεται για τα ξένα βάσανα, χαιρέκακος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόχαρτος: радующийся чужому горю, злорадный Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόχαρτος -ον [κακός, χαίρω] genietend van ruzie.