ἐπίμονος

From LSJ
Revision as of 17:27, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμονος Medium diacritics: ἐπίμονος Low diacritics: επίμονος Capitals: ΕΠΙΜΟΝΟΣ
Transliteration A: epímonos Transliteration B: epimonos Transliteration C: epimonos Beta Code: e)pi/monos

English (LSJ)

ον,

   A staying on, lasting long, Plb.6.43.2; ἐ. ποιεῖν τὸν στρατηγόν continue him in his command, ib.15.6; ἐπιμόνους ποιεῖν ἐράνους delay their payment, Id.38.11.10; ὁ ὦνος ἐ. ἔστω Hermes 17.5 (Delos); κράτησις ἐπίμονος σπέρματος Sor.1.43; ἐ. τινι or ἔν τινι persevering in it, Plb.29.26.2, Plu.Flam.1; ἐπί τινος Stoic.3.32. Adv. -νως constantly, permanently, Pl.Ax.372a, Ph.1.179; persistently, cj. in Gal.19.220: Comp. -ώτερον more permanently, Gp.2.5.7.

German (Pape)

[Seite 964] dabei bleibend, verharrend, ausdauernd, στρατηγός, der nicht abgelöst wird, Pol. 6, 15, 6 u. a. Sp.; vgl. Ath. XV, 670 c; ἐν τῷ κολάζειν Plut. Flam. 1; geduldig, βίος Artemid.; – ἐπίμονόν τι ποιεῖν, Etwas einstellen, Pol. 38, 3, 10. – Adv. ἐπιμόνως, Plat. Ax. 372 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμονος: -ον, διαμένων εἴς τι ἐπὶ πολύ, μόνιμος, Πολύβ. 6. 43, 2· ἐπίμονον ποιεῖν τὸν στρατηγόν, μόνιμον ἐν τῇ θέσει αὐτοῦ, αὐτόθι 15. 6· καὶ τοὺς ἐράνους ἐπιμόνους ποιεῖν, ἐπιβραδύνειν τὴν εἴσπραξιν αὐτῶν, ὁ αὐτ. 38. 3, 10· ὁ ὦνος ἐπ. ἔστω Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 17: ― ἐπ. τινι ἢ ἔν τινι, ἐπιμένων εἰς αὐτό, Πλουτ. Φλαμινῖν. 1. ― Ἐπίρρ. -νως, Πλάτ. Ἀξ. 372Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
persévérant, tenace, opiniâtre.
Étymologie: ἐπιμένω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμονος, -ον) επιμένω
αυτός που παραμένει σταθερός σε κάτι, που δεν αλλάζει γνώμη (α. «επίμονη προσπάθεια» β. «κατὰ πᾱσαν περίστασιν ἐπίμονον γενέσθαι τῇ γνώμῃ», Πολ.)
νεοελλ.
1. πείσμων, αμετάπειστος
2. εκείνος που συνεχίζεται με την ίδια ένταση (α. «επίμονοι πόνοι» β. «επίμονη βροχή»)
αρχ.
όποιος παραμένει πολύ καιρό σ’ έναν τόπο («ἐπίμονον ποιεῑν τὸν στρατηγόν»).

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμονος:
1) длительный, долгий, постоянный (κολαστήριον Plut.): ἐπίμονον ποιεῖν τινα Polyb. продлить срок чьих-л. полномочий; ἐπιμόνους ποιεῖν ἐράνους Polyb. отсрочить платеж взносов;
2) упорный, настойчивый, стойкий (τινι и ἔν τινι Plut.).