περιπέτομαι

From LSJ
Revision as of 02:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπέτομαι Medium diacritics: περιπέτομαι Low diacritics: περιπέτομαι Capitals: ΠΕΡΙΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: peripétomai Transliteration B: peripetomai Transliteration C: peripetomai Beta Code: peripe/tomai

English (LSJ)

   A fly around, Ar.Av.165 : c. acc., ib.1721 ; περιεπέτετο τὰ οἰκία Ant.Lib.16.3 ; π. τὰ πελάγη Luc.Halc.1 ; τὴν ἑκάστου γνώμην π. Id.Hist.Conscr.1 : the form περιπέταμαι occurs in codd. of Arist. HA609a14 ; cf. περιίπταμαι.

German (Pape)

[Seite 587] (s. πέτομαι), herumfliegen, v. l. Xen. An. 5, 9, 23; umfliegen, Luc. Char. 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιπέτομαι: ἀποθ., πέτομαι κύκλῳ, πετῶ ὁλόγυρα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 165. 1721· μετ’ αἰτ. πράγμ., π. τὰ πελάγη Λουκ. Ἁλκ. 1· τὴν ἑκάστου γνώμην π. ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1· ― ὁ τύπος περιπέταμαι ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15· καὶ περιίπταμαι, αὐτόθι 5. 9, 2, Δίων Κ. 58. 5. κτλ.

French (Bailly abrégé)

voler autour de, acc..
Étymologie: περί, πέτομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ, περιπέταμαι Μ
πετώ ολόγυρα, πετώ εδώ κι εκεί
αρχ.
μτφ. ενοχλώ, απασχολώ, ζαλίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πέτομαι «πετώ»].

Greek Monotonic

περιπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι, αόρ. -επτόμην· αποθ.· πετώ ολόγυρα, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πέτομαι rondvliegen, om... vliegen, met acc.; overdr.. τὴν ἑκάστου γνώμην περιπετομένου terwijl (het stuk) nog in ieders hoofd rondzong Luc. 59.1.

Russian (Dvoretsky)

περιπέτομαι: 1) летать вокруг, облетать (τὰ πελάγη Luc.; πανταχῆ Arph.; τῇ κίονι Plut.);
2) облетать мыслью, т. е. вспоминать (τὴν ἑκάστου γνώμην Luc.).