ψάγιος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A oblique, askew, metaph., mal à propos, blundering, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον (sic codd. vett.) ὄαρον ἐννέπων Pi.N.7.69: ψάγιον· πλάγιον, λοξόν, ἐπικεκλιμένον, Hsch.; ψάδιον· κάταντες, Id.
Greek (Liddell-Scott)
ψάγιος: -α, -ον, = πλάγιος, «ψάγιον· πλάγιον, λοξόν, ἐπικεκλιμένον» Ἡσύχ.
English (Slater)
ψᾰγῐος
1 crooked, distorted met. μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (N. 7.69)
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
1. πλάγιος, επικλινής
2. μτφ. ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. του επιθ. οδηγεί στο επίθ. πλάγιος. Ωστόσο, μορφολογικές δυσχέρειες καθιστούν προβληματική τη σύνδεσή τους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψάγιος -α -ον [~ πλάγιος?] dwars, ongepast.