κινύσσομαι

From LSJ
Revision as of 23:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνύσσομαι Medium diacritics: κινύσσομαι Low diacritics: κινύσσομαι Capitals: ΚΙΝΥΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: kinýssomai Transliteration B: kinyssomai Transliteration C: kinyssomai Beta Code: kinu/ssomai

English (LSJ)

Pass.,

   A = κινέομαι, waver, sway backwards and forwards, A.Ch.196.

German (Pape)

[Seite 1441] = κινέομαι, hin u. her schwanken; ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ 'κινυσσόμην Aesch. Ch. 196, daß ich nicht vom Zweifel hin u. her getrieben würde; Hesych. hat κηνυσσόμην, εἴδωλον ἐγενόμην, vgl. κίνυγμα.

Greek (Liddell-Scott)

κῐνύσσομαι: παθ. = κινέομαι, κινοῦμαι ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, Αἰσχύλ. Χο. 196· πρβλ. κίνυγμα.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. Pass. ἐκινυσσόμην;
être agité, ballotté.
Étymologie: κινέω.

Greek Monolingual

κινύσσομαι (Α)
κινούμαι, ταλαντεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινυ- (πρβλ. κίνυμαι) + εκφραστικό επίθημα -σσομαι].

Greek Monotonic

κῑνύσσομαι: Παθ., κινέομαι, κινούμαι μπρος και πίσω, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινύσσομαι [κινέω] twijfelen.

Russian (Dvoretsky)

κῑνύσσομαι: (только impf.) колебаться Aesch.