κινύσσομαι
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
Pass.,
A = κινέομαι, waver, sway backwards and forwards, A.Ch.196.
German (Pape)
[Seite 1441] = κινέομαι, hin u. her schwanken; ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ 'κινυσσόμην Aesch. Ch. 196, daß ich nicht vom Zweifel hin u. her getrieben würde; Hesych. hat κηνυσσόμην, εἴδωλον ἐγενόμην, vgl. κίνυγμα.
Greek (Liddell-Scott)
κῐνύσσομαι: παθ. = κινέομαι, κινοῦμαι ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, Αἰσχύλ. Χο. 196· πρβλ. κίνυγμα.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. Pass. ἐκινυσσόμην;
être agité, ballotté.
Étymologie: κινέω.
Greek Monolingual
κινύσσομαι (Α)
κινούμαι, ταλαντεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινυ- (πρβλ. κίνυμαι) + εκφραστικό επίθημα -σσομαι].
Greek Monotonic
κῑνύσσομαι: Παθ., κινέομαι, κινούμαι μπρος και πίσω, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινύσσομαι [κινέω] twijfelen.
Russian (Dvoretsky)
κῑνύσσομαι: (только impf.) колебаться Aesch.