Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναλείχω

From LSJ
Revision as of 16:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλείχω Medium diacritics: ἀναλείχω Low diacritics: αναλείχω Capitals: ΑΝΑΛΕΙΧΩ
Transliteration A: analeíchō Transliteration B: analeichō Transliteration C: analeicho Beta Code: a)nalei/xw

English (LSJ)

   A lick up, τὸ αἷμα Hdt.1.74.

German (Pape)

[Seite 195] auflecken, Her. 1, 74 αἷμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλείχω: λείχω, «γλείφω», τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Ἡρόδ. 1. 74 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

essuyer en léchant.
Étymologie: ἀνά, λείχω.

Spanish (DGE)

lamer τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Hdt.1.74.

Greek Monolingual

ἀναλείχω)
γλείφω
νεοελλ.
1. ποθώ να φάω κάτι νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι
2. αναδίδω υγρασία
3. (για νερό) ρέω σε ελάχιστη ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λείχω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλειχάδα].

Greek Monotonic

ἀναλείχω: μέλ. -ξω, γλείφω, τὸ αἷμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλείχω: слизывать (τὸ αἷμα Her.).

Middle Liddell

to lick up, τὸ αἷμα Hdt.