ὁπλοφορέω
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
A bear arms, be armed, X.Cyr.4.3.18, AP9.320 (Leon.), BCH32.429 (Delos, ii B. C.), Jahresh.26 Beibl.61 (Ephesus, iv/vii A. D.). II Pass., to be guarded, c. dat., μυριάσι πεζῶν Plu.Aem. 27.
German (Pape)
[Seite 361] 1) Waffen u. Rüstung tragen, bes. ein ὁπλίτης sein, Luc. Anach. 34. – 2) = δορυφορέω, als Leibwache begleiten, u. pass. von einer Leibwache begleitet werden, τοσαύταις μυριάσι πεζῶν καὶ χιλιάσιν ἱππέων ὁπλοφορούμενοι βασιλεῖς, Plut. Aemil. Paul. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλοφορέω: φέρω ὅπλα, εἶμαι ὡπλισμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 18, Ἀνθ. Π. 9. 320, ΙΙ. Παθ., ἔχω ὁπλοφόρον, συνοδεύομαι ὑπὸ σωματοφύλακος, Πλουτ. Αἰμίλ. 27.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 porter les armes ; servir comme hoplite;
2 servir comme garde du corps ; Pass. être accompagné par une garde.
Étymologie: ὁπλοφόρος.
Greek Monotonic
ὁπλοφορέω:I. φέρω όπλα, είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.
II. Παθ., διαθέτω σωματοφύλακα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὁπλοφορέω: 1) служить в тяжеловооруженной пехоте, быть гоплитом Xen., Luc., Plut., Anth.;
2) быть телохранителем, охранять (χιλιάσιν ἱππέων ὁπλοφορούμενος Plut.).
Middle Liddell
ὁπλοφορέω,
I. to bear arms, be armed, Xen.
II. Pass. to have a body-guard, Plut. [from ὁπλοφόρος