ἀποσκηνόω

From LSJ
Revision as of 16:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκηνόω Medium diacritics: ἀποσκηνόω Low diacritics: αποσκηνόω Capitals: ΑΠΟΣΚΗΝΟΩ
Transliteration A: aposkēnóō Transliteration B: aposkēnoō Transliteration C: aposkinoo Beta Code: a)poskhno/w

English (LSJ)

   A keep apart from, τὰ ὦτα τῶν Μονσῶν Plu.2.334b: also intr. in Act., μακρὰν ἀ. τῶν ἰδίων Id.2.627a, cf. Eum.15, Demetr.9.    2 remove one's habitation, LXX Ge.13.18.

German (Pape)

[Seite 324] 1) entfernt sein Zelt aufschlagen, lagern, πόῤῥω ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Xen. An. 3, 4, 35; ἀπεσκήνωσε χωρίς Plut. Demetr. 9; μὴ ἀποσκήνου τῶν ἰδίων (wo man ἀποσκηνοῦ ändern will) Symp. 1, 9, 1; übertr., entfernt halten, ἀπεσκηνώκει τὰ ὦτα τῶν μουσῶν Alex. fort. 2, 1. – 2) aus dem Lager aufbrechen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκηνόω: ἔχω ἢ τηρῶ τι μακράν τινος, ἀπεσκηνώκει μακρὰν τὰ ὦτα τῶν μουσῶν Πλούτ. 2. 334Β: ― Παθ., = ἀποσκηνέω, ὁ αὐτ. 2. 627Α· ἀλλ. ὡσαύτως, ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. Εὐμ. 15, Δημήτρ. 9· (ἴδε ἀποσκηνέω). 2) μεταφέρω τὴν κατοικίαν μου, ἀλλάσσω κατοικίαν, Ἑβδ. (Γεν. ιγ΄, 18).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vivre à part, fig. être étranger à, gén..
Étymologie: ἀπόσκηνος.

Spanish (DGE)

I intr.
1 levantar las tiendas ἀποσκηνώσας Αβραμ ἐλθὼν κατῴκησεν παρὰ τὴν δρῦν LXX Ge.13.18.
2 acampar aparte, montar la tienda a cierta distancia τοὺς ἐσχάτους τῶν πρώτων ἀποσκηνοῦν ὁμοῦ τι χιλίους σταδίους Plu.Eum.15, cf. Demetr.9
fig. alejarse, distar μακρὰν ... τών ἰδίων Plu.2.627a.
II tr., fig. alejar, mantener apartado οὕτω μακρὰν ἀπεσκηνώκει τὰ ὦτα τῶν Μουσῶν Plu.2.334b.

Greek Monotonic

ἀποσκηνόω: μέλ. -ώσω·
I. κρατώ κάτι μακριά από κάποιον, σε Πλούτ.
II. = ἀποσκηνέω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκηνόω: = ἀποσκηνέω.

Middle Liddell

[From ἀπόσκηνος
I. to keep apart from, Plut.
II. = ἀποσκηνέω, Plut.