αὐτόστονος

From LSJ
Revision as of 12:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόστονος Medium diacritics: αὐτόστονος Low diacritics: αυτόστονος Capitals: ΑΥΤΟΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: autóstonos Transliteration B: autostonos Transliteration C: aftostonos Beta Code: au)to/stonos

English (LSJ)

ον,

   A lamenting for oneself, γόος A.Th.916 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόστονος: -ον, ὁ στενάζων ἤ θρηνῶν δι’ ἑαυτόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 916.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui gémit sur soi-même.
Étymologie: αὐτός, στένω.

Spanish (DGE)

-ον
que resuena por sí mismo, e.d. no por bocas mercenarias, γόος A.Th.917.

Greek Monolingual

αὐτόστονος, -ον (Α)
αυτός που στενάζει για τα βάσανά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)].

Greek Monotonic

αὐτόστονος: -ον (στένω), αυτός που θρηνεί για ή προς τον εαυτό του, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόστονος: стонущий о своей участи Aesch.

Middle Liddell

στένω
lamenting by or for oneself, Aesch.