δορκάς

From LSJ
Revision as of 00:26, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορκάς Medium diacritics: δορκάς Low diacritics: δορκάς Capitals: ΔΟΡΚΑΣ
Transliteration A: dorkás Transliteration B: dorkas Transliteration C: dorkas Beta Code: dorka/s

English (LSJ)

άδος [ᾰ], ἡ, (δέρκομαι, δέδορκα)

   A an animal of the deer kind (so called from its large bright eyes), in Greece, roe, Cervus capreolus, E.Ba.699, X.Cyr.1.4.7; in Syria and Africa, gazelle, Antilope dorcas, Hdt.4.192 (in form ζορκάς), 7.69.—Other forms:—δόρξ, δορκός, ἡ, E.HF376 (prob.), Call.Lav.Pall.91, Luc.Am.16: δόρκος, ὁ, Dsc.2.75, Opp.C.2.315, 3.3: δόρκων, ωνος, ὁ, Palamed. ap. Ath.11.397a, LXXCa.2.17, Ar.Byz.Epit.3.15: ζορκάς (v. supr.): ζόρξ, Call. Dian.97, Fr.239, Nic.Th.42: ἴορκος, Opp.C.2.296, 3.3. (δόρκος and ἴορκος are distd. fr. δορκάς.)

German (Pape)

[Seite 658] άδος, ἡ, ein hirschartiges Thier, Reh, Gazelle, von seinen schönen hellen Augen (δέρκομαι) benannt; Eur. Bacch. 698; Her. 7, 69; Xen. Cyr. 1, 4, 7; vgl. Ael. H. A. 14, 14, wo es für die Antiöope genommen wird. S. noch ζόρξ u. δόρκη, δόρξ.

Greek (Liddell-Scott)

δορκάς: άδος [ᾰ], ἡ (δέρκομαι, δέδορκα) ζῷόν τι ἐν Ἑλλάδι ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἐλαφοειδῶν (λαβὸν τὸ ὄνομα ἐκ τῶν μεγάλων καὶ ἀπαστραπτόντων ὀφθαλμῶν του), Λατ. Cervus capreolus L., (νῦν «ζαρκάδι»), Εὐρ. Βάκχ. 699, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 7· ὡσαύτ. ἐν Συρίᾳ καὶ ἐν Ἀφρικῇ, Ἡρόδ. 4. 192 (ὑπὸ τὸν τὺπον ζορκάς), 7. 69. ― Ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι δόρξ, δορκός, ἡ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 376 (ἔνθα ὁ Δινδ. δόρκα ἀντὶ δόρκην), Καλλ. εἰς λουτρ. Παλλ. 91, Ὀππ. Κ. 2. 315. Λουκ. Ἔρωσ. 16· δόρκος, ὁ, Διοσκ. 2. 85· δόρκων, ωνος, ὁ, Ἀθήν. 397Α· ζορκάς, ἴδε ἀνωτ. καὶ πρβλ. Ζζ Η. 2· ζόρξ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 97, Ἀποσπ. 239, Νίκ. Θ. 42· ἴορκος Ὀππ. Κ. 2. 296., 3. 3. Ἐκ τῶν ποικιλιῶν τούτων ὁ Κούρτ. συμπεραίνει ὅτι ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο δνορκάς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
chevreuil ou gazelle, antilope, animal.
Étymologie: δέρκομαι, à cause des grands yeux du chevreuil.

Greek Monolingual

η (AM δορκάς
Α και δόρξ, -ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, -ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ -ρκός, η και ίορκος, ο)
1. ζαρκάδι
2. (στη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική) αντιλόπη δορκάς, γκαζέλα
αρχ.
στον πληθ. δορκάδες
αστράγαλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δορκάς προήλθε από το δορξ (πρβλ. κεμάς, προκάς κ.λπ.). Οι τύποι αυτής της οικογένειας οφείλονται σε παρετυμολογική επίδραση του δέρκομαι. Οι τύποι με -ζ- (πρβλ. ζαρκάδι) είναι φαινομενικά μεμονωμένοι, ενώ στην πραγματικότητα συνδέονται με έναν κελτικό τύπο με σημ. «ζαρκάδι», πρβλ. γαλατ. iwrch, κορν. yorch, βρετ. iourc'h (< IE york-o). Ο τ. ίορκος υποστηρίχθηκε ότι είναι γαλατικό δάνειο.
ΠΑΡ. αρχ. δορκάδειος, δορκαδίζω
αρχ.-μσν.
δορκάδιο, δόρκων
νεοελλ.
δόρκος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. δορκάτομος, δόρκοψις].

Greek Monotonic

δορκάς: -άδος[ᾰ], ἡ (δέ-δορκα), είδος ελαφιού (ονομαζόμενο έτσι από τα μεγάλα και λαμπερά του μάτια)· στην Ελλάδα, ζαρκάδι, σε Ευρ., Ξεν.· στη Συρία και στην Αφρική, γαζέλα, σε Ηρόδ.· ομοίως δόρξ, δορκός, , σε Ευρ. κ.λπ.· ζορκάς, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δορκάς: άδος ἡ
1) антилопа, газель (Antilope dorcas) Her., Arst.;
2) косуля (Cervus capreolus) Eur., Xen., Arst., Plut.

Frisk Etymological English

-άδος
Grammatical information: f.
Meaning: a kind of deer, roe, gazelle (Hdt. 7, 69).
Derivatives: Other forms: δόρξ (Call.; acc. δόρκαν E. H. F. 376 [lyr.]; δόρκα Dindorf), δόρκος (Dsc.), δόρκων (LXX); also ζορκάς (Hdt. 4, 192), ζόρξ (Call.); ἴορκος (Opp.), ἴορκες, ἴυρκες (H.). - Diminutives: δορκάδιον (LXX, Delos IIIa), also a plant (André, Notes lexicogr. botanique s.v.); δορκαλίς (Call.; on -αλ-ιδ- Chantr. Form. 251f., 344); δορκαλῖδες dies from the bones of .. (Herod.; on -ιδ- s. Chantraine 346f.); δορκαλίδες ὄργανόν ἐστι κολαστικόν τε η μάστιγες αἱ ἀπὸΏ ἱμάντων δορκάδων Suidas; δορκάδε(ι)ος made from the bones of.. (ἀστράγαλος, Thphr., inscr., pap.; s. Schmid -εος und -ειος 52), δόρκειος (Theognost.), δόρκιος (Edict. Diocl.). - PN Δορκεύς etc., s. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 130.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Celt.
Etymology: Built like κεμάς etc., δορκάς, like δόρκος and δόρκων was derived from the root noun δόρξ. If we start from the forms with ζ-, the word agrees with a Celtic word for roe, Corn. yorch, Bret. iourch roe, Welsh iwrch caprea mas, IE *i̯ork-o-. The δ-forms perh. folketymological after δέρκομαι. ἴορκος etc. may be Celtic (Galatic) LW [loanword]. - Sommer Lautst. 147f.