ἰδιογνώμων

From LSJ
Revision as of 23:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐογνώμων Medium diacritics: ἰδιογνώμων Low diacritics: ιδιογνώμων Capitals: ΙΔΙΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: idiognṓmōn Transliteration B: idiognōmōn Transliteration C: idiognomon Beta Code: i)diognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A holding one's own opinion, Hp.Aër.24, Phryn.Com.18, Arist.EN1151b12.

German (Pape)

[Seite 1236] ον, nach eigenem Sinne verfahrend, eigensinnig; Phryn. com. B. A. 345, 2; Arist. Nic. Eth. 7, 9, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιογνώμων: -ον, ὁ πράττων ἢ ἐνεργῶν κατ’ ἰδίαν γνώμην, αὐτογνώμων, ἰδιότροπος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a son opinion particulière, qui pense par soi-même.
Étymologie: ἴδιος, γνώμή.

Greek Monolingual

ἰδιογνώμων, -ον (Α)
αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του γνώμη, χωρίς να επηρεάζεται από κανέναν άλλον.
επίρρ...
ἰδιογνωμόνως (ΑΜ)
μσν.
αυθόρμητα
αρχ.
με ξεχωριστή, με προσωπική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γνωμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ευ-γνώμων, ισχυρο-γνώμων.

Greek Monotonic

ἰδιογνώμων: -ον, αυτός που πράττει ή ενεργεί βάσει της δικής του βούλησης, της προσωπικής του γνώμης, αυτόγνωμος, αυτόβουλος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιογνώμων: 2, gen. ονος (ῐδ) держащийся собственного мнения, не отступающий от собственных взглядов Arst.

Middle Liddell

holding one's own opinion, Arist.