κα

From LSJ
Revision as of 06:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾱ Medium diacritics: κα Low diacritics: κα Capitals: ΚΑ
Transliteration A: ka Transliteration B: ka Transliteration C: ka Beta Code: ka

English (LSJ)

Dor. for Ep., Aeol. κε (ν),= Att., Arc. ἄν, SIG9 (Olympia, vi B.C.), Epich.35,al., Leg.Gort.1.9, Foed.Delph.Pell.2A9, Ar.Ach. 737, 799, Lys.117, Th.5.77, Theoc.1.4. [Although long, the α is elided in Epich.170.12,al., SIG56.8 (Argos, v B.C.), Leg.Gort.1.1, etc.]
κᾰ, shortd. form of κατά used before the article,

   A κα τὸν νόμον IG5 (2).16 (Arcadia); κα τῶννυ ib.262; κα τοὺς νόμους SIG2860.9 (Delph., ii B.C.), etc.; κα τὰ τῆς συγκλήτου δόγματα SIG705.12 (ibid.) κα τὰ δόξαντα . . τῇ βουλῇ Inscr.Magn.179.33 (ii A.D.): also in compds., cf. καβαίνων, etc.    II Cypr.,= κάς, Inscr.Cypr.135.5 H., Schwyzer 683.8.

French (Bailly abrégé)

dor. c. κε.

Greek Monolingual

(I)
κα και κυπρ. τ. κας (Α)
1. συγκεκομμένος, βραχύτερος τύπος της πρόθεσης κατά, ο οποίος χρησιμοποιείται πριν από άρθρο που αρχίζει από τ («κα τὸν νόμον»)
2. επίσης εν συνθέσει, ως α' συνθετικό («καβαίνων» αντί καταβαίνων, «καββάλλω» αντί καταβάλλω).———————— (II)
κα (Α)
δωρ. τ. του επικ., αιολ. και βοιωτ. τ. του δυνητικού και αοριστολογικού μορίου κε(ν), αττ. και αρκαδ. τ. αν
συντάσσεται ως δυνητικό με ευκτ. και ως αοριστολογικό με υποτ. (α. «ὃς ὑμὲ κα πρίαιτο, φανερὰν ζημίαν» — ο οποίος θα σάς αγόραζε με φανερή ζημιά, Αριστοφ.
β. «αἰ κα δ' αἶγα λάβῃ τῆνος» — αν τυχόν εκείνος πάρει την αίγα, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κε(ν)].———————— (III)
κἀ (Α)
κράση του καὶ + , δηλ. της προθ. ἐμ (=ἐν) («πέπονθα... ἅττα κἀ πίσσῃ μῡς» — έχω πάθει όσα ο ποντικός μέσα σε πίσσα, Ηρώνδ.).

Russian (Dvoretsky)

κᾱ: дор. = ион. κε(ν).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κα Dor., zie κε (ν) en ἄν.