κατακληρονομέω
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
I c. acc. rei, 1 obtain as one's assured possession, LXXSi.4.16. 2 leave as an inheritance, τοῖς υἱοῖς τὰ ὑπάρχοντα ib.De.21.16. 3 assign as a possession, ib.3.28, 12.10, Act.Ap.13.19. II c. acc. pers., make one's heir, LXX 2 Ki.7.1.
German (Pape)
[Seite 1353] durch Erbschaft bekommen, erben, Sp.; τινά, zum Erben machen; τινά τι, Einen Etwas erben lassen, ihm eine Erbschaft geben, LXX; durchs Loos vertheilen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κατακληρονομέω: Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., 1) κληρονομῶ, λαμβάνω διὰ κληρονομίας, Ἑβδ. 2) ἀφίνω ὡς κληρονομίαν, διαμοιράζω, αὐτόθι. 3) διὰ κλήρων μοιράζω, αὐτόθι. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., κάμνω τινὰ κληρονόμον τινός, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 posséder à titre d’héritage, hériter;
2 instituer par héritage;
3 diviser ou distribuer par lots.
Étymologie: κατά, κληρονομέω.
Greek Monotonic
κατακληρονομέω: μέλ. -ήσω, αποκτώ μέσω κληρονομιάς, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κληρονομέω in bezit geven.
Russian (Dvoretsky)
κατακληρονομέω: распределять по жребию (τισι τὴν γῆν τινος NT).
Middle Liddell
fut. ήσω
to obtain by inheritance, Plut.