κνισμός
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
ὁ,
A itching, tickling, S.Fr.537; irritation, Ar.Pl.974; lovers' quarrel, Alciphr.1.29. II tune for the flute, Tryphoap. Ath.14.618c.
German (Pape)
[Seite 1461] ὁ, = κνησμός, unangenehmer Reiz, Jucken auf der Haut, Sp.; gew. übertr. vom phasischen u. moralischen Reiz zur Liebe, Ar. Plut. 974; τάδ' ἐστὶ κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος Soph. bei Ath. XI, 487 d. Auch = Zank, verliebte Neckerei, κἄν μοι κνισμός τις πρὸς αὐτὸν ἢ διαφορὰ γένηται Alciphr. 1, 29. – Als eine Art von Liedern aufgeführt Ath. XIV, 618 c; ein Tanz Poll. 4, 100.
Greek (Liddell-Scott)
κνισμός: ὁ, κνησμός, «φαγοῦρα» τοῦ δέρματος, γαργαλισμός, μεταφορ., ἐπὶ πάθους, Σοφ. Ἀποσπ. 482, Ἀριστοφ. Πλ. 974˙ ― ἐρῶντος πειράγματα, Ἀλκίφρων 1. 29, πρβλ. κνίσμα. ΙΙ. εἶδος ᾄσματος ἢ χοροῦ, Ἀθήν. 618C.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
démangeaison, excitation des sens.
Étymologie: κνίζω.
Greek Monolingual
ο (Α κνισμός) κνίζω
κνησμός, φαγούρα
αρχ.
1. εξοργισμός, εξερεθισμός
2. (στους εραστές) φιλονικία
3. είδος χορού
4. είδος αυλήσεως.
Greek Monotonic
κνισμός: ὁ, φαγούρα του δέρματος, γαργάλημα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κνισμός: ὁ досл. зуд, перен. возбуждение Soph., Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνισμός -οῦ, ὁ [κνίζω] jeuk, irritatie.