νοτίζω

From LSJ
Revision as of 12:38, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοτίζω Medium diacritics: νοτίζω Low diacritics: νοτίζω Capitals: ΝΟΤΙΖΩ
Transliteration A: notízō Transliteration B: notizō Transliteration C: notizo Beta Code: noti/zw

English (LSJ)

   A moisten, water, A. Fr.44, Ar.Th.857 :—Pass., to be wetted or wet, Heraclit. 126, Pl.Ti. 74c, A.R.1.1005, AP7.26 (Antip. Sid.), Str.4.4.1 ; perspire, Gal.18 (2).6, al. ; νενοτισμένα οἴνῳ εἴρια Hp.Fract.29 ; νενοτισμένα χεῖτε δάκρυα wet tears, AP12.92 (Mel.) ; νενοτ. γῆ Arist.Mu.394b14.    II intr., to be wet, νοτιζούσης τῆς γῆς Id.Mete.361b2 ; [ὁ νότος] νοτίζειν ποιεῖ τὸ θέρος Id.Pr.942a14.    2 = οὐρέω, Heliod. ap. Orib.50.9.12.    3 perspire, Agathin. ap. eund.10.7.22.

Greek (Liddell-Scott)

νοτίζω: μέλλ. -ίσω, (νότος) ὑγραίνω, βρέχω, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 41, Ἀριστοφ. Θεσμ. 857. - Παθ., ὑγραίνομαι, βρέχομαι, Πλάτ. Τίμ. 74C. Ἀνθ. Π. 7. 26· νενοτισμένῳ οἴνῳ εἴρια Ἱππ. Ἀγμ. 770· νενοτισμένα χεῖτε δάκρυα, ὑγρὰ δάκρυα, Ἀνθολ. Π. 12. 92, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 11. ΙΙ. (νότος) ἀμεταβ., εἶμαι ὑγρός, νοτιζούσης τῆς γῆς ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 4, 21· [ὁ Νότος] νοτίζειν ποιεῖ τὸ θέρος ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 26. 16, 2.

French (Bailly abrégé)

1 tr. mouiller, humecter;
2 intr. être humide.
Étymologie: νότος.

Greek Monolingual

(ΑΜ νοτίζω) νότος
καθιστώ κάτι υγρό ή νοτερό, υγραίνω, διαβρέχω
2. καθίσταμαι υγρός, διαβρέχομαι («ο τοίχος νότισε»)
3. ουρώ («το μωρό νότισε το στρώμα»)
αρχ.
ιδρώνω.

Greek Monotonic

νοτίζω: (νότος), μέλ. -ίσω, υγραίνω, βρέχω — Παθ., υγραίνομαι ή γίνομαι υγρός, βρέχομαι, σε Πλάτ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νοτίζω:
1) увлажнять, орошать, смачивать (Αἰγύπτου πέδον Arph.); pass. быть влажным, течь, струиться (νοτιζομένη νοτίς Plat.; νενοτισμένα δάκρυα Anth.);
2) быть влажным (νοτιζούσης τῆς γῆς Arst.): ῥανίδες νοτίζουσαι Plut. капли влаги; θέρος νοτίζον Arst. дождливое лето.