περικυλινδέω
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
later περικῠλ-κυλίω [ῑ], fut. -
A κυλίσω Vett.Val.115.21: aor. 1 -εκύλῑσα :—roll round, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Ar.Pax 7; περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα D.H.9.21, cf. D.S.18.34 :— Pass., of an infant, Sor.1.85 ; of the shoulder in reducing dislocation, Gal.18(1).327 : abs., roll about, Pl.Lg.893e : metaph., to be involved in, βιαίοις πράγμασι Vett.Val.42.9, cf. Cat.Cod.Astr.2.206; εἰς ἕτερα πάθη Gal.19.572.
Greek (Liddell-Scott)
περικῠλινδέω: μεταγεν. -κυλίω [ῑ]· ἀόρ. α΄ -εκύλῑσα. ― Κυλίω ὁλόγυρα ἢ τῇδε κἀκεῖσε, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Ἀριστοφ. Εἰρ. 7· περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα Διον. Ἁλ. 9. 21, πρβλ. Διόδ. 18. 34. ― Παθ., περικυλίομαι, κυλίομαι πέριξ, Λατ. versari, volutari, Πλάτ. Νόμ. 893Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. περικυλίω.
Étymologie: περί, κυλινδέω.
Greek Monotonic
περικῠλινδέω: μεταγεν. -κυλίω [ῑ]· αόρ. αʹ -εκύλῑσα· κυλιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κυλινδέω doen ronddraaien.
Russian (Dvoretsky)
περικῠλινδέω: Plat. v. l. = περικυλίω.