πρόπρυμνα

From LSJ
Revision as of 08:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόπρυμνα Medium diacritics: πρόπρυμνα Low diacritics: πρόπρυμνα Capitals: ΠΡΟΠΡΥΜΝΑ
Transliteration A: próprymna Transliteration B: proprymna Transliteration C: proprymna Beta Code: pro/prumna

English (LSJ)

Adv.

   A away from the stern, π. ἐκβολὰν φέρει, of jettisoning cargo, metaph. in A.Th.769 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 741] adv., wie von πρόπρυμνος, vorn über das Hintertheil des Schiffes hinweg, u. wie ein Schiff, wenn das Hintertheil bereits zu sinken anfängt, nicht gerettet werden kann, von Grund aus, gänzlich verloren, πρόπρυμνα δ' ἐκβολὰν φέρει ὄλβος, Aesch. Spt. 751.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπρυμνα: Ἐπίρρ., μακρὰν ἀπὸ τῆς πρύμνης, πρόπρυμνα ἐκβολὰν φέρει, «ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐμπόρων, οἵτινες πλοῦτον πολὺν σωρεύσαντες... ὕστερον ἐκβολὴν ποιοῦνται τοῦ ὅλου φόρτου, ναυαγοῦντες καὶ κλυδωνιζόμενοι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 769· πρβλ. Blomf. εἰς Ἀγ. 1010.

French (Bailly abrégé)

adv.
de fond en comble.
Étymologie: pl. neutre adv. de *πρόπρυμνος qui sombre la poupe en avant, de πρό, πρύμνα.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. μακριά από την πρύμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πρύμνη + επιρρμ. κατάλ. -α].

Greek Monotonic

πρόπρυμνα: επίρρ., μακριά από την πρύμνη, πρόπρυμνα ἐκβολὰν φέρει, λέγεται για μεταφορά εμπορευμάτων· λέγεται για τη σωτηρία σκάφους, μεταφ. σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πρόπρυμνα: adv. кормой вперед или с кормы долой: π. ἐκβολὰν φέρειν Aesch. валиться прочь с кормы, перен. гибнуть совершенно.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόπρυμνα [πρό, πρύμνα] adv., overboord.