σπερμαίνω

From LSJ
Revision as of 01:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμαίνω Medium diacritics: σπερμαίνω Low diacritics: σπερμαίνω Capitals: ΣΠΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: spermaínō Transliteration B: spermainō Transliteration C: spermaino Beta Code: spermai/nw

English (LSJ)

   A sow with seed, fertilize, of the Nile, Plu.2.366a; of the male, Horap.2.115: c. acc. cogn., σ. σπέρμα Aq., Thd.Ge.1.29.    2 metaph., procreate, σ. γενεήν Hes.Op.736, cf. Call.Fr.207: abs., Arist.Pr.876b39:—Med., Nonn.D.3.295.

German (Pape)

[Seite 920] wie σπείρω, säen; γενεήν, Hes. O. 736, eine Nachkommenschaft erzeugen; – befruchten, vom Nil, Plut. Is. et Os. 38.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμαίνω: (σπέρμα) σπείρω, γονιμοποιῶ, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Πλούτ. 2. 366Α. ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, Ὡραπόλλ. 2. 115· μετὰ συστοίχ. αἰτ., σπ. σπέρμα Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ. 2) μεταφορ., γεννῶ, παράγω, σπ. γενεὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 734, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 207, Χριστοδ. Ἔκφρ. 210· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 4. 4, 2. ― Μέσσ., Νόνν. Δ. 3. 295.

French (Bailly abrégé)

1 procréer;
2 féconder en parl. du Nil.
Étymologie: σπέρμα.

Greek Monolingual

Α σπέρμα
1. γονιμοποιώ
2. γεννώ, παράγω.

Greek Monotonic

σπερμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, σπέρνω, γονιμοποιώ· γεννώ, παιδοποιώ, τεκνοποιώ, σε Ησίοδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπερμαίνω [σπέρμα] verwekken.

Russian (Dvoretsky)

σπερμαίνω: 1) производить на свет (γενεήν Hes.);
2) оплодотворять (ὁ Νεῖλος σπερμαίνων Plut.).

Middle Liddell

σπερμαίνω,
to sow with seed: to beget, Hes.