ὕπαρχος

From LSJ
Revision as of 02:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπαρχος Medium diacritics: ὕπαρχος Low diacritics: ύπαρχος Capitals: ΥΠΑΡΧΟΣ
Transliteration A: hýparchos Transliteration B: hyparchos Transliteration C: yparchos Beta Code: u(/parxos

English (LSJ)

ὁ,

   A subordinate commander, lieutenant, ὕ. ἄλλων . . οὐχ ὅλων στρατηγός S.Aj.1105; ὕ. ὢν τῷ ἀδελφῷ Luc.DMort.12.2; ὑπάρχοις τοῖς ἐμοῖς E.Hel.1432.    2 subordinate governor, of satraps, etc., Hdt.3.70, 4.166, al., X.An.4.4.4; Ἰωνίας Th.8.31; Ἑλλησποντίων Sor.Vit.Hippocr.8; in the Seleucid kingdom, OGI225.36 (Didyma, iii B. C.).    b = Lat.proconsul, Epigr.Gr.906 (Gortyn); = legatus, ὕ. Αὐτοκράτορος Καίσαρος Inscr.Prien.247, cf. App.BC5.26, D.C.36.36, al.; ὕ. Αἰγύπτου, = praefectus Aegypti, Arr.An.3.5.7; ὕ. τοῦ ἱεροῦ πραιτωρίου, = praefectus praetorio, IGRom.3.435 (Pisidia), cf. Lyd. Mag.1.14, al., Gloss.; so . alone, in verse, of the praefectus praetorio Illyrici, IG22.4224 (v A. D.), cf. 4226 (v A. D.), 7.94 (Megara, v. A. D.); ὁ τῆς πόλεως ὕ., = praefectus urbi, Lyd.Mag.1.38, cf. 2.19.    II subject to one, τῶν Καρχηδονίων Plb.7.9.5.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπαρχος: ὁ, ὁ ἄρχων ἢ διοικῶν ὑπὸ τὰς διαταγὰς ἑτέρου, ὑποδιοικητής, ὑποστράτηγος, ὕπ. ἄλλων, οὐχ ὅλων στρατηγὸς Σοφ. Αἴ. 1105· ὕπ. ὤν τῷ ἀδελφῷ Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12, 2. τοῖς ἐμοῖς ὑπάρχοις Εὐρ. Ἑλ. 1432. 2) ὁ κυβερνῶν ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ κυβερνήτου, ἀντιβασιλεύς, Ἡρόδ. 3. 70., 4. 166, κ. ἀλλ., Ξενοφ., κλπ.· ἐν μεταγεν. ἐπιγραφαῖς, = praefectus provinciae, ἔπαρχος, Συλλ. Ἐπιγρ. 373b (προσθῆκ.), 1080· praef. pr et rio, τῆς αὐλῆς, αὐτόθι 2592· praefectus urbis, Εὐαγρ. 2473Α. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἴς τινα, τινος Πολύβ. 7. 9, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπαρχος· οἰκονόμος, πολέμου στρατηγός».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui commande sous les autres ou à la place d’un autre;
ὕπαρχος :
1 lieutenant;
2 gouverneur.
Étymologie: ὑπάρχω.

Greek Monotonic

ὕπαρχος: ὁ, υποδιοικητής, υποστράτηγος, υπολοχαγός, αντιπλοίαρχος, υποκυβερνήτης, αντιβασιλέας, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὕπαρχος: I 2 подчиненный, подвластный (Καρχηδονίων Polyb.).
II
1) помощник, заместитель (τινος Soph. и τινι Luc.);
2) наместник, правитель (τῆς Ἀρμενίας Xen.).

Middle Liddell

ὕπ-αρχος, ὁ,
commanding under another, a lieutenant, lieutenant-governor, viceroy, Hdt., etc.