ὑπερακρίζω

From LSJ
Revision as of 02:06, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερακρίζω Medium diacritics: ὑπερακρίζω Low diacritics: υπερακρίζω Capitals: ΥΠΕΡΑΚΡΙΖΩ
Transliteration A: hyperakrízō Transliteration B: hyperakrizō Transliteration C: yperakrizo Beta Code: u(perakri/zw

English (LSJ)

   A mount and climb over, c. acc., τειχία X.Eq.Mag.6.5.    II project, beetle over, c. gen., δόμων E.Supp.988 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1190] übersteigen, τειχία, Xen. Hipp. 6, 5; – intrans., über Etwas hervorragen, an Höhe übertreffen, δόμων πέτρα Eur. Suppl. 1013.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερακρίζω: ἀναβαίνω καὶ ὑπερβαίνω, μετ’ αἰτ., τείχη Ξεν. Ἱππ. 6, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερήκρισας· ὑπεράγαν [[[ὑπὲρ]] ἄκραν] ἐπήδησας». ΙΙ. προέχω, προεξέχω ὑπεράνω, μετὰ γεν., δόμων Εὐρ. Ἱκέτ. 988.

French (Bailly abrégé)

1 s’élever par-dessus, franchir;
2 dépasser en hauteur, se dresser au-dessus de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἄκρος.

Greek Monolingual

Α
υπερβαίνω, υπερπηδώ («τειχία ὑπερακρίζειν», Ξεν.)
2. προεξέχω, ξεπερνώ στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ακρίζω (< ἄκρη). Το ρ. απαντά κυρίως σύνθ. και σπανίως ως απλό].

Greek Monotonic

ὑπερακρίζω: μέλ. -σω,
I. σκαρφαλώνω και υπερβαίνω, με αιτ., σε Ξεν.
II. προβάλλω, προεξέχω, με γεν., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερακρίζω: 1) (верхом) перескакивать (τείχη Xen.);
2) превышать: πέτρα, ἣ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει Eur. скала, которая высится над этим дворцом.

Middle Liddell

fut. σω
I. to mount and climb over, c. acc., Xen.
II. to project, beetle over, c. gen., Eur.