Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φονολιβής

From LSJ
Revision as of 02:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονολῐβής Medium diacritics: φονολιβής Low diacritics: φονολιβής Capitals: ΦΟΝΟΛΙΒΗΣ
Transliteration A: phonolibḗs Transliteration B: phonolibēs Transliteration C: fonolivis Beta Code: fonolibh/s

English (LSJ)

ές,

   A blood-dripping, θρόνος A.Eu.164 (lyr.); φ. τύχα murder, Id.Ag.1427 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1298] ές, von Mord, Blut triefend, Aesch. Ag. 1402 Eum. 158.

Greek (Liddell-Scott)

φονολῐβής: -ές, ὁ στάζων αἷμα, θρόμβος Αἰσχύλ. Εὐμ. 164· φ. τύχη, φόνος, ἀνθρωποκτονία, ἀναίρεσις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1427.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dégouttant de sang (litt. de meurtre).
Étymologie: φόνος, λείβω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που στάζει αίμα
2. φρ. «φονολιβὴς τύχα» — φόνος, ανθρωποκτονία (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + -λιβής (< λείβω «στάζω»)].

Greek Monotonic

φονολῐβής: -ές (λίβος), αυτός που στάζει αίμα, αιμοσταγής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φονολῐβής: струящийся или залитый кровью (θρόνος, v. l. θᾶκος Aesch.).

Middle Liddell

φονο-λῐβής, ές λίβος
blood-dripping, blood-reeking, Aesch.