κάρφω

Revision as of 02:05, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

poet. Verb,

   A dry up, wither, κάρψω μὲν Χρόα καλόν will wither the fair skin, wrinkle it, Od.13.398, cf. 430; ἠέλιος Χρόα κάρφει Hes. Op.575:—and in Pass., [Χρὼς] κάρφεται ἤδη Archil.100; πυρὶ καρφόμενα Euph.50; περὶ Χροῒ καρφομένη θρίξ Nic.Th.328.    2 metaph., ἀγήνορα κάρφει Ζεύς Zeus withers the proud of heart, Hes.Op.7; κάματοι κάρφοντες γυῖα Nic.Al.383:—Pass., οἴτῳ κάρφεσθαι A.R.4.1094; v. κάρφος.

German (Pape)

[Seite 1332] zusammenziehen, einschrumpfen lassen, dörren, VLL. ξηρᾶναι, συσπάσαι; Od. 13, 398 κάρψω μὲν χρόα καλὸν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι, 430 κάρψε μέν οἱ χρόα, sie ließ die Haut zusammenschrumpfen, machte sie runzelig, wie Archil. frg. 76 χρὼς κάρφεται ἤδη, die Haut schrumpft zusammen; Hes. O. 577 ἠέλιος χρόα κάρφει; Hacedon. 16 (XI, 374) ὡς δὲ ῥόδον θαλέθεσκες ἐν εἴαρι· νῦν δ' ἐμαράνθης, γήραος αὐχμηρῷ καρφομένη θέρεϊ; στονόεντι κάρφεται οἴτῳ, er schmachtet hin, welkt hin, Ap. Rh. 4, 1094; καμάτοις κάρφουσι γυῖα δαμείς Nic. Al. 383, vom ausdörrenden Durst. Uebertr. sagt Hes. O. 7 von Zeus ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει, er läßt den Uebermüthigen einschrumpfen, demüthigt ihn. – Vgl. κάρφος, καρφαλέος, carpere, ἅρπω, ἁρπάζω, auch καρπός.

Greek (Liddell-Scott)

κάρφω: μέλλ. κάρψω, Ἐπίκ. ῥῆμα, μαραίνω, καταξηραίνω, κάρψω μὲν χρόα καλόν, θὰ ξηράνω τὴν ὡραίαν ἐπιδερμίδα, θὰ ῥυτιδώσω αὐτὴν, Ὀδ. Ν. 398, πρβλ. 430· ἠέλιος χρόα κάρφει Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 573· καὶ ἐν τῷ Παθ., χρὼς κάρφεται ἤδη Ἀρχίλ. 91· πρβλ. Εὐφορίωνα 54, Νικ. Θηρ. 328. 2) μεταφ., ἀγήνορα κάρφει Ζεύς, «τὸν αὐθάδη καὶ ὑπερόπτην εὐτελῆ ποιεῖ καὶ ταπεινὸν» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 7· κάματοι κάρφοντες γυῖα Νικ. Ἀλεξιφ. 383. - Παθ., οἴτῳ κάρφεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1094. (Πρβλ. κάρφη, καρφαλέος, καρφηρός, ἴσως δὲ καὶ κάρφος).

French (Bailly abrégé)

tirer, contracter ; dessécher, flétrir : χρόα OD la peau, la fraîcheur de la peau.
Étymologie: R. Καρφ, tirer.

English (Autenrieth)

fut. κάρψω, aor. κάρψε: parch, shrivel up, Od. 13.398 and 430.

Greek Monolingual

κάρφω (Α)
1. ξεραίνω, μαραίνω, κάνω κάτι να ζαρώσει («ἠέλιος χρόα κάρφει», Ησίοδ.)
2. ταπεινώνω κάποιον («σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίζεται με τη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)krb(h)- της ΙΕ ρίζας (s)kerb(h)- «κάμπτω, καμπουριάζω, ζαρώνω» — οι προτεινόμενες συνδέσεις με συγγενείς γλώσσες (λατ. corbis «καλάθι», ρωσ. korobitb «καμπουριάζω, κυρτώνω», άνω γερμ. schrumpfen «καμπουριάζω», scharpe «ταινία», γαλλ. echarpe «ταινία», αγγλ. shrimp «ανθρωπάκος», scarf «μαντίλι») δεν είναι ικανοποιητικές ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά.
ΠΑΡ. κάρφος
αρχ.
καρφαλέος, κάρφη
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) καρφολογώ. (Β συνθετικό) αρχ. κατακάρφω, υποκάρφω
αρχ.
κατακαρφής.

Greek Monotonic

κάρφω: μέλ. κάρψω, ξεραίνω, μαραίνω, κάρψω χρόα καλόν, θα ξεράνω την ωραία επιδερμίδα, θα την ρυτιδώσω, σε Ομήρ. Οδ.· ἠέλιος χρόα κάρφει, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

κάρφω: 1) стягивать, покрывать морщинами, иссушать (χρόα καλόν Hom.);
2) досл. гнуть, сгибать, перен. смирять: ῥεῖα ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Hes. (Зевс) легко выпрямляет согбенного и гнет надменного.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρφω doen verdrogen, doen verwelken:; ἠέλιος χρόα κάρφει de zon droogt de huid uit Hes. Op. 575; ook overdr.: ἀγήνορα κάρφει Ζεύς Zeus doet de overmoedige verschrompelen Hes. Op. 7.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: dry up, wither, wrinkle (Od.).
Other forms: Aor. κάρψαι, fut. κάρψω,
Compounds: also with κατα-, ὑπο-,
Derivatives: 1. κάρφος n. arid stalk, twig, halm, hay (IA.); καρφίον dimin. (Dsc.), καρφηρός consisting of arid stalks (E. Ion 172; cf. αὑχμηρός, αὑστηρός a. o., Chantraine Formation 232f.), καρφίτης id. (AP), καρφώδης full of κ. (gloss.), καρφεῖα n. pl. = κάρφη pl. (Nic. Al. 118); καρφόομαι (AP) = καρφύνεσθαι ξηραίνεσθαι, φθείρεσθαι H.; s. Fraenkel Denom. 294. 2. κάρφη f. hay (X., Arr.). 3. καρφαλέος arid (Il.; as αὑαλέος; perh. from κάρφος, cf. Chantraine 253f.). 4. κατακαρφ-ής withered (Nik. Fr. 70, 9).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: To the zero grade thematic root present κάρφω (with κάρφος for older *κέρφος?; s. below) the other languages have no agreement. Similarity is seen in a in Balto-Slavic and Germanic wide-spread groep, e. g. Russ. koróbitь curve, bend, refl. curve oneself, writhe, beside which with anlaut. s- skórbnutь writhe, Lith. skrembù, skrèbti get a thin crust, get stiff, NIsl. herpa-st draw together convulsively, OIcel. skorpna writhe, wither etc., IE. (s)kerbh-, (s)krebh-; Pok. 948f. "m. reicher Lit. und buntem Vergleichsmaterial" (Frisk); also Vasmer Russ. et. Wb. s. koróbitь and skórblyj, W.-Hofmann s. corbis. Unclear remain the Hesych -glosses κορφῶς ἐλαφρῶς, κέρβαλα ἀσθενῆ (improb. v. Blumenthal Hesychst. 40f.). . - "Die expressive Wortgruppe hat offenbar lautliche Entgleisungen und Verschränkungen erlitten" (Frisk). "Les rapprochments proposés par les étymologistes ne donnent satisfaction ni pour la forme ni pour le sens" (DELG). Cf. also κράμβη, -ός. It seems then that the word is non-IE and it may well be Pre-Greek. Note κορφῶς.