κατακρεουργέω
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
Ion. κατακρε-οργέω,
A hew in pieces, as a butcher does meat, Hdt.7.181 (Pass.), Xanth.12.
German (Pape)
[Seite 1356] zerhauen, zerhacken, wie der Koch das Fleisch, in kleine Kochstücke; Her. 7, 181; Xanth. bei Ath. X, 415 d.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρεουργέω: κατατέμνω εἰς τεμάχια ὅπως ὁ κρεοπώλης ἢ ὁ μάγειρος τὸ κρέας, Ἡρόδ. 7. 181· κατακρεουργήσαντα τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα καταφαγεῖν Ξάνθ. παρ’ Ἀθην. 415D· ξίφει τὸ σῶμα εἰς πολλὰ τμήματα κατακρεουργούμενοι Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 8, 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dépecer comme de la viande.
Étymologie: κατά, κρεουργέω.
Russian (Dvoretsky)
κατακρεουργέω: разрубать словно мясо: ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας Her. он оказывал вооруженное сопротивление, пока весь не был изрублен в куски.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κρεουργέω, Ion. κατακρεοργέω, (vlees) in stukken hakken.