κνισωτός
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
ή, όν,
A steaming, of a burnt sacrifice, A.Ch. 485.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσωτός: -ή, -όν, (κνισόω) ἀναδίδων κνῖσαν, ἐπὶ καιομένου θύματος, Αἰσχύλ. Χο. 485.
French (Bailly abrégé)
mieux que κνισσωτός;
ή, όν :
rempli d’une odeur de viande qui rôtit.
Étymologie: adj. verb. de κνισόω.
Greek Monolingual
κνισωτός, -ή, -όν (Α) κνίσα
αυτός που αναδίδει κνίσα.
Greek Monotonic
κνῑσωτός: -ή, -όν (κνισόω), ατμώδης, αυτός που αναδίδει τσίκνα, λέγεται για θυσία, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνισωτός -ή -όν [κνισόω] met de geur van gebraden vlees.