πενταετής

From LSJ
Revision as of 05:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰετής Medium diacritics: πενταετής Low diacritics: πενταετής Capitals: ΠΕΝΤΑΕΤΗΣ
Transliteration A: pentaetḗs Transliteration B: pentaetēs Transliteration C: pentaetis Beta Code: pentaeth/s

English (LSJ)

ές, Att. πεντᾰέτης, ες (v. διέτης), = foreg. I,

   A ἀπὸ πενταέτεος ἀρξάμενοι Hdt.1.136 ; πενταετεῖ . . ἤθει ψυχῆς Pl.Lg.793e :—fem. πεντᾰετίς, Plu.2.844a.    II lasting five years, σπονδαί Th.1.112 codd. ; χρόνος IG12(5).860.29 (Tenos) : neut. as Adv., πεντάετες for five years, Od.3.115.

German (Pape)

[Seite 556] ές, fünfjährig; Her. 1, 136; Thuc. 1, 112; Plat. Legg. VII, 793 e; Folgde, wie Plut.; – πεντάετες, adv., fünf Jahre lang, Od. 3, 115.

Greek (Liddell-Scott)

πενταετής: -ές, ἢ πενταέτης, ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν πέντε ἐτῶν, ἀπὸ πενταετέος ἀρξάμενοι Ἡρόδ. 1. 136· πενταετεῖ ... ἤθει ψυχῆς Πλάτ. Νόμ. 793Ε· ― θηλυκ. πενταετίς, Πλούτ. 2. 844Α. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ διαρκῶν ἐπὶ πέντε ἔτη, σπονδαὶ Θουκ. 2. 112· χρόνος Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 29· ― οὐδέτ. ἐπίρρ. πεντάετες, ἐπὶ πέντε ἔτη, Ὀδ. Γ. 115, καὶ πενταετῶς, τὸ σιγᾶν πενταετῶς Τζέτζ. Ἱστ. 7. 157.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 de cinq ans, âgé de cinq ans;
2 qui dure cinq ans;
adv. • πεντάετες, pendant cinq ans.
Étymologie: πέντε, ἔτος.

English (Autenrieth)

(ϝέτος): only neut. as adv., πενταετές, five years long, Od. 3.115†.

Greek Monolingual

-ές ΝΜΑ, και αττ. τ. πενταετής και πεντέτης και πενθέτης, -ες, θηλ. πενταετίς και αττ. τ. πενταέτις και πεντέτις, ουδ. και πεντάετες, Α
1. αυτός που έχει ηλικία πέντε ετών
2. αυτός που διαρκεί πέντε χρόνια ή αυτός που έχει καθοριστεί να διαρκέσει πέντε χρόνια («πενταετές σχέδιο»)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πενταετές
για πέντε χρόνια.
επίρρ...
πενταετῶς Μ
για πέντε χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντ- + -ετής / -έτης (< ἔτος) πρβλ. τετρα-ετής / -έτης. Ο τ. πενθ-έτης οφείλεται σε δάσυνση του β' συνθετικού ἔτος, που παρατηρείται σε ορισμένους τ. (πρβλ. εφ-έτος, δωδεχ-έτης, καθ-έτης)].

Greek Monotonic

πενταετής: -ές ή πεντα-έτης, -ες,
I. πέντε χρόνων σε ηλικία, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για χρόνο, αυτός που διαρκεί πέντε χρόνια, σε Θουκ.· ουδ. επίρρ. πεντάετες, αυτό που έχει διάρκεια πέντε χρόνων, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενταετής -ές, Att. πενταέτης [πεντα-, ἔτος] vijf jaar durend; n. adv. πεντάετες vijf jaar lang.

Middle Liddell

πεντα-ετής, ές
I. five years old, Hdt.
II. of Time, lasting five years, Thuc.:— neut. adv. πεντάετες, for five years, Od.