περιψάω

From LSJ
Revision as of 05:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιψάω Medium diacritics: περιψάω Low diacritics: περιψάω Capitals: ΠΕΡΙΨΑΩ
Transliteration A: peripsáō Transliteration B: peripsaō Transliteration C: peripsao Beta Code: periya/w

English (LSJ)

   A wipe all round, wipe clean, τὠφθαλμιδίω περιψῆν Ar.Eq. 909 ; τὰ βλέφαρα περιέψησεν Id.Pl.730 ; σφόγγοι περιψῆσαι τὰ ἀναθήματα IG11(2).287 A 84(Delos, iii B. C.); π. σπόγγῳ τὸ ἄγγος Zos. Alch.p.224B.

German (Pape)

[Seite 601] (s. ψάω), inf. ψῆν, Ar. Equ. 906, ringsumher wischen, abstreichen, reinigen, τὰ βλέφαρα περιέψησεν, Plut. 730, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιψάω: ἀπαρ. -ψῆν, σπογγίζω ὁλόγυρα, σπογγίζω καὶ καθαρίζω, τὠφθαλμιδίω περιψῆν Ἀριστοφ. Ἱππ. 909· τὰ βλέφαρα περιέψησεν ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 730.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
frotter ou essuyer tout autour, étriller.
Étymologie: περί, ψήχω.

Greek Monotonic

περιψάω: απαρ. -ψῆν, αόρ. αʹ περιέψησα· σκουπίζω ολόγυρα, σφουγγίζω και καθαρίζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

περιψάω: обтирать, вытирать (τὠφθαλμιδίω, τὰ βλέφαρα Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ψάω, inf. praes. περιψῆν, schoonvegen.

Middle Liddell

inf. -ψῆν aor1 περιέψησα
to wipe all round, to wipe clean, Ar.